2.Ο ΚΑΠΕΤΑΝ ΜΙΖΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΑΡΑΝΤΑ ΡΙΓΜΕΝΟΙ.

Η πλατεία ήταν μεγάλη, σαν αλώνι. Ο ήλιος σταμάτησε ψηλά, ακριβώς πάνω απ’το κέντρο της. Απόλυτη σιωπή είχε απλωθεί παντού, μιά απειλητική σιωπή που έμοιαζε με θόρυβο πολέμου. Όλα γύρω, τα βουνά, τα κυπαρίσια και τα έλατα, τα πουλιά και τα αγρίμια του δάσους, κρατούσαν την ανάσα τους. Ξαφνικά, ένα απαλό αεράκι άρχισε να φυσάει, μεταφέροντας, μίλια μακριά, την στυφή μυρωδιά του αίματος. Ένας μεγάλος γύπας άνοιξε τις φτερούγες του στην άλλη μεριά της χαράδρας.
Το ακέφαλο κορμί του αντάρτη ήταν ξαπλωμένο στη μέση της πλατείας, μπροστά από την εκκλησία. Έμοιαζε να κοιμάται πάνω σε πελώριο κόκκινο σεντόνι, μέσα σε μιά λίμνη από αίμα. Η αγέλη των ανθρώπων-αρουραίων είχε ήδη φύγει, παίρνοντας μαζί το λάφυρο, που θα στόλιζε την πύλη της πόλης. Ήταν ντυμένοι με τις σκούρες στολές του προδότη. Αρχηγός τους ήταν ο πατέρας του μελοντικού πρωθυπουργού.
Το γρήγορο γεράκι του θανάτου κάλεσε τον αντάρτη, κάνοντας κύκλους πάνω απ’την πλατεία. Εκείνος, σηκώθηκε όρθιος και στάθηκε γιά μιά στιγμή ανάμεσα εκκλησίας και ουρανού. Ήταν σαν πύργος ψηλός, με γένια κοκαλωμένα απ’την απλυσιά και φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος. Φορούσε τον μπερέ με το αστέρι και είχε στο χέρι μιά πορτοκαλιά. Η αιμάτινη ματιά του τρυπούσε τα βουνά και έφτανε πέρα, στους κάμπους του χωριού του. Σουρούπωνε.

*

Η πόλη δεν είχε ξαναδεί τόσο ζεστό Μάη. Βοή ερχόταν από μακριά, διέσχιζε τους μεγάλους δρόμους, περνούσε μέσα από τον σιδερένιο πύργο και έφτανε εκεί, στο τσαγκάρικο του γέρου. Ήταν καθισμένος στο κατώφλι. Φορούσε βάσκικο μπερέ και μπότες απ’την Βαρκελώνη. Δυό νεαροί φοιτητές που περνούσαν τρέχοντας, κοντοστάθηκαν.
- Εε παπού, χαμπάρι δεν παίρνεις τι γίνεται; είπε ο ένας. Καίγεται ο κόσμος παπού.
Ο γέρος σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. Δεν μίλησε. Οι ουλές στο στήθος του άνοιξαν και ρούφηξαν, σε μιά στιγμή, τα τραγούδια των παιδιών, τις μυρωδιές των λουλουδιών, τα συνθήματα, τα ουρλιαχτά, τις φωνές, τους φοιτητές και τους εργάτες.
Ο γέρος, δεν μίλησε.

*

Η στέπα φαινόταν απέραντη. Πίσω, οι όλμοι έσκαγαν και ο απόηχος έφτανε στη μάνα, που τράβαγε μπροστά. Κουβαλούσε δυό σάκους στην πλάτη. Στον ένα, είχε το νεογένητο παιδί της. Στον άλλο, μιά οβίδα, βαριά και μυτερή, βαμμένη κόκκινη. Μιά όμορφη οβίδα, φτιαγμένη από ατσάλι της πατρίδας της, στην αρχή της στέπας. Ήξερε ότι έπρεπε να φτάσει στην άλλη μεριά, πέρα απ’τη στέπα, στο σπίτι με το τζάκι. Ήξερε πως έπρεπε να φτάσει στο κανόνι, ένα πεντάρι πυροβόλο, που τόχαν κουβαλήσει άλλες γυναίκες σαν αυτή, κομμάτι-κομμάτι στις πλάτες τους, πέρα απ’τη στέπα. Οι σύντροφοι την περιμένουν μήνες τώρα, εξαντλημένοι απ’την πείνα και το κρύο, πίσω απ’τα τείχη. Αν φέρει την οβίδα, η πόλη δεν θα πέσει. Η μάνα, σφίγγει το μαντήλι στο κεφάλι της και προχωρά.

*

Σουρουπώνει. Η γυναίκα του αντάρτη πηγαίνει μπροστά. Την ακολουθεί ο χαφιές. Τα βήματά του δεν ακούγονται. Φοράει παπούτσια με σόλες από καουτσούκ. Ο χαφιές.

*

Μέσα στο σπίτι βασίλευε ησυχία. Ο σύντροφος του αντάρτη κάπνιζε, καθισμένος σε μία πολυθρόνα, μπροστά στο τζάκι. Τα μαλιά του είχαν γκριζάρει πιά και ρυτίδες αυλάκωναν το μέτωπο και τα μάτια. Οι φλόγες χόρευαν στο τζάκι τον παράξενο χορό τους, όμως αυτός δεν ήταν εκεί. Ταξίδευε σε άλλες εποχές. Θυμήθηκε τα χρόνια της εξορίας, σε κείνο το διαβολόνησο, στη μέση του πελάγους. Τους συντρόφους του στα διπλανά κελιά. Θυμήθηκε τον Φώτη, που τον φώναζαν Στουρνάρη. Ο Φώτης ο Στουρνάρης, φτιαγμένος έλεγες από στουρνάρι του χωριού του. Πάντα χαμογελαστός, με τις διαλυμένες του αρβύλες και τα πρησμένα απ’τη φάλαγγα πόδια. Ο σιδερένιος Φώτης, που στεκόταν πάντα ανάμεσα σ’αυτούς και τους βασανιστές και έδινε κουράγιο στους συντρόφους τραγουδώντας τραγούδια γιά την λευτεριά και ιστορώντας τους τις θαυμαστές περιπέτειες του γενναίου δον Κιχώτη και του πιστού του σύντροφου, Σάντσο Πάντσα.
Τον Φώτη, που κάθε σούρουπο καθισμένος στο αγκωνάρι μάζευε τους συντρόφους γύρω του, όπως η κλώσσα τα κοτόπουλά της και τους έλεγε χαμογελώντας:
- Μην στεναχωριέστε που φεύγει η μέρα σύντροφοι. Θα ξημερώσουνε καλύτερες. Και πού, καλύτερα από δω θα ήμασταν, με τέτοια εκλεκτή παρέα;
Τον Φώτη, που δεν λύγισε. Που, όταν τον βάλαν στο τσουβάλι, άφησε το γατί να τον ξεσκίσει και όταν τον ρώτησαν, απάντησε: «πως να το σκότωνα; Ένα τρομαγμένο ζώο, σαν και μένα, ήταν και αυτό». Τον Φώτη που δεν υπέγραψε. Τον Φώτη, που δεν τα κατάφερε. Που τον αφήσαν ένα σούρουπο εκεί, κάτω απ’το αγκωνάρι που καθόταν, αμίλητοι, με δάκρυα στα μάτια, κοιτώντας τα άστρα του ουρανού κι ύστερα τρέξανε και κρύφτηκαν, καθένας μοναχός, γιατί ντρεπόντουσαν, που αυτοί, ολόκληροι άντρακλες μέχρι εκεί πάνω, σύντροφοι του αντάρτη οι περισσότεροι, με δυό πήχες γενειάδα ο καθένας, μπήξαν τα κλάματα, σαν τα παιδιά. Και μετά, θυμήθηκε την μέρα που έπεσε ο αντάρτης στη πλατεία. Και αυτός, με κάνα δυό συντρόφους, κοίταζαν, βουβοί και φοβισμένοι, κρυμένοι, σα λαγοί, στις φτέρες. Του φάνηκε γιά μιά στιγμή ότι τους βλέπει, μαζί, πέρα από την χώρα της νύχτας, σε λιβάδια λουσμένα από φως, να στρίβουνε τσιγάρο και να γελάνε. Και άκουσε τον Φώτη να λέει: «Είδες που στα είπα Καπετάνιε; Θα ξημερώσουνε καλύτερες ημέρες». Και άκουσε τον αντάρτη να απαντά: «Μην ξεγελιέσαι αδερφέ μου. Τούτοι εδώ είναι χειρότεροι απ’τους προηγούμενους. Αυτούς δεν μπορείς να τους διώξεις. Δεν βλέπεις;».
Ακούστηκε το κλειδί και η πόρτα άνοιξε. Η κόρη του, γύρισε απ’τα Γαλλικά. Ο σύντροφος του αντάρτη έσβυσε το τσιγάρο.

*

Ήταν άνοιξη. Το άρμα έμπαινε στην πόλη. Στον πυργίσκο, ένας φαντάρος, ίσα με είκοσι χρονών. Μπροστά, στη μέση του δρόμου, αγόρια και κορίτσια, νεαρά κορμιά ξαπλωμένα. Δεν θα αφήσουν τα τανκς να περάσουν. Το βλέμμα του φαντάρου, μίγμα τρόμου, απορίας και απόγνωσης. Η μάνα, θα προσευχηθεί σήμερα γιά ένα φαντάρο που τσακίζει όνειρα άλλων. Το άρμα προχωράει.

*

Σουρουπώνει. Ο αντάρτης μεγαλώνει, γίνεται μύθος, περπατάει στην πόλη. Τα πόδια του πατάν την πέτρινη πλατεία, το κεφάλι του αγγίζει τα αστέρια. Το γεράκι έχει κουρνιάσει στον αριστερό του ώμο. Καπνίζει αμίλητος ένα τσιγάρο. Ο αέρας περνάει μέσα απ’τα σκληρά, κατσαρά του γένεια, φτιάχνοντας απόκοσμες συγχορδίες.
- Είμαστε μόνοι αδερφέ.
- Μην το λες αυτό Καπετάνιε, του απαντά ο Φώτης. Εμείς ποτέ δεν είμαστε μόνοι.

Και να.
Από μακριά, ψηλά, στη κορυφογραμμή, αρχίζει η παράξενη καντρίλια.
Πρώτος έρχεται ο Χοσέ Μαρτί, πάνω στον κόνδορά του και πίσω του,
στην κόκκινη φοράδα του καβάλα, ο Λόρκα,
ακολουθώντας το ποτάμι της Σεβίλης.
Και να.
Ξεκίνησαν από την Βαρκελώνη,
κρατώντας μαυροκόκκινη στα χέρια τους σημαία.
Και ο Λέον Τρότσκι ξεκινά, αντάμα με τον Κόκκινο Στρατό του.
Της Βίνκα ο Τίγρης έρχεται και οι μαύροι της Σερβίας.
Και έρχονται. Και όλο έρχονται.
Έρχονται απ’το Στάλιγκραντ
και από την Βαγδάτη
και από το Άουσβιτς,
το τρομερό νταμάρι του θανάτου.
Και από τη Δρέσδη.
Και ο Μπέρολντ Μπρεχτ, από τα Μαύρα Δάση.
Και ο Ρήγας. Κίνησε από το Βελιγράδι.
Σαλτάρει ο Μαύρος Πάνθηρας,
πέρα, από την Νεμπράσκα,
ψηλά, στον φωτεινό της Χιροσίμας θόλο.
Και να.
Ψυχρός, σα θάνατος, ο σκοτεινός της Ταργκοβίστα αφέντης,
με άλογο μαύρο ροβολά τις ράχες των συνέφων.
Και έρχονται. Και όλο έρχονται.
Από την Βολιβία, κίνησαν και έρχονται Καμίλο και Γκεβάρα,
αντάμα με τον Σπάρτακο, τον δούλο απ’την Θράκη.
Κινήσαν και έρχονται,
πάνω σε άρμα που το κυβερνάνε δράκοι.
Και ο Νερούντα. Και ο Μαχνό. Και ο Καραϊσκάκης.
Και έρχονται από τη Σαϊγκόν.
Και από τη Μογκαντίσου.
Και από της Κίνας το μεγάλο Κίτρινο Ποτάμι.
Και ήρθανε όλοι. Και μαζεύτηκαν στη μέση της Μεσούντας.
Και εκεί, πελώριος, σα βουνό, στέκει ο Τζαβέλας. Μόνος.
Και στο δεξί, κρατάει την περόνη.
Φως γιά το φως. Αιμάτινο ποτάμι του θανάτου.

Μιά απαλή μελωδία πλημύρισε την χαράδρα.
Η κόρη του συντρόφου μελετάει πιάνο.
Ήρωες, είναι μόνο οι πεθαμένοι.
Ο αντάρτης έγινε βροχή.
Βραδιάζει.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα