4.ΤΟ ΑΟΡΑΤΟ ΤΣΙΡΚΟ.

Το πάλκο είχε στηθεί. Ο κομφερασιέ βγήκε να αναγγείλει το συγκρότημα. Ήταν παράξενα ντυμένος. Κανένα από τα ρούχα που φορούσε δεν ήταν δικό του. Τα παπούτσια, του τάχε δώσει ένας φίλος και ήταν δυό νούμερα μεγαλύτερα. Φορούσε μιά διαφημιστική μπλούζα και ένα παντελόνι που του τόχε χαρίσει μιά φίλη, πριν πολύ πολύ καιρό. Πάνω από όλα αυτά, φορούσε ένα μανδύα βαμμένο με πορφύρα.

-Κυρίες και κύριοι καλησπέρα σας. Έχω την χαρά και την τιμή να σας καλοσωρίσω σε αυτή τη παράξενη βραδιά. Όποιοι και αν είστε, ότι και αν είστε, ξεχάστε. Ξεχάστε αυτά που σας απασχολούν, ξεχάστε τις λύπες σας και τις χαρές, ξεχάστε το πριν και το μετά, ξεχάστε ακόμα τον πόνο των πραγμάτων και του ανθρώπου και ελάτε μαζί μας, σε αυτή τη μαγική διαδρομή, σε αυτό το ταξίδι στη χώρα της λήθης. Εγώ -και μόνος απ’όλους εγώ- με υπερηφάνια σας παρουσιάζω, γιά μία και μοναδική φορά, την πιό καυτή μπάντα νότια του Παραδείσου. Κυρίες και κύριοι, η Μπάντα της Κόλασης.

*

Ο Κριστομπάλ Λοπέζ περπάτησε την ξύλινη σκάλα και ανέβηκε στο πλοίο. Είχε μαζί του έναν σάκο με όλα του τα υπάρχοντα –που δεν ήταν και πολλά. Ακούμπησε στην κουπαστή και κοίταξε γιά τελευταία φορά το μεγάλο λιμάνι. Καθώς ο ήλιος έβγαινε πίσω από την Κορδιλιέρα, άναψε το τσιγάρο του και πήρε μιά βαθειά ρουφηξιά. Γεύση φωσφόρου πλημύρισε το λαιμό και τα ρουθούνια του. Πέταξε το σπίρτο στο ντόκο. Στράφηκε πέρα, στην άκρη του λιμανιού, και έψαξε γιά το μπορντέλο -που ήταν το σπίτι του όλα αυτά τα χρόνια. Οι γυναίκες που δούλευαν εκεί, -οι ίδιες που τον μεγάλωσαν σαν μάνες - είχαν βγει στα παράθυρα να τον ξεπροβοδίσουν, πριν πάνε γιά ύπνο. Οι ναύτες έλυσαν τους κάβους και το καράβι ξεκίνησε. Ο Κριστομπάλ, χωρίς κανένα νεύμα, χωρίς καμία κίνηση αποχαιρετισμού, γύρισε την πλάτη στο Βαλπαραϊσο. Οι γυναίκες στα παράθυρα, ακίνητες και ανέκφραστες, κοιτούσαν το καράβι που ξεμάκραινε, ακουμπισμένες με τους αγκώνες στα ξύλινα περβάζια.
- Καπετάν Καλοτάξιδε, που πάει το καράβι; ρώτησε ο Κριστομπάλ, πετώντας το τσιγάρο στη θάλασα.
- Νο κονόκο νάδα, απάντησε ο Καπετάνιος.

*

Κατέβηκε απ’το ταξί και περπάτησε λίγα μέτρα, μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας. Κοίταξε το όνομα στο κουδούνι. Τα δύο κτήνη σταμάτησαν, γιά μιά στιγμή μόνο, την πάλη τους. Μέρες τώρα, είχαν σπάσει την εύθραυστη ανακωχή και είχαν ξαναρχίσει την άγρια μάχη απ’την αρχή, χωρίς κανένα απ’τα δύο να κερδίζει. Τα ένοιωθε, στο πίσω μέρος του μυαλού του, εγκλωβισμένα σ’αυτό το παράξενο σφιχταγκάλιασμα, που του έκαιγε το κεφάλι. Είχε προσπαθήσει να τα ναρκώσει με διάφορους τρόπους όλα αυτά τα χρόνια. Κάποιες φορές τα κατάφερνε, κάποιες όχι. Είχε περάσει πολύς καιρός που δεν τα ένοιωθε να σαλεύουν και έτσι υπέθεσε πως μπορούσε πιά να τα κουμαντάρει. Όμως να, που με μιά ασήμαντη –θα έλεγε κάποιος τρίτος- αφορμή η πάλη ξανάρχιζε.
-Σσσς, ησυχάστε, ψιθύρισε και αυτά σταμάτησαν.
«Άραγε έχει τόση σημασία;» αναρωτήθηκε. Θα μπορούσε να φύγει, να πάει να κοιμηθεί, να το ξανασκεφτεί αύριο. Πήρε μιά βαθιά ανάσα και άρχισε να σκέφτεται γρήγορα. «Ακόμα μία και μοναδική φορά», μονολόγησε. «Τίποτα δεν χάνεται. Ότι είναι να γίνει, θα γίνει».
Το μυαλό του ήταν ξαφνικά απόλυτα καθαρό, ψυχρό σαν πάγος. Χτύπησε το κουδούνι. Η ώρα ήταν πέντε και μισή το πρωί. Άρχισε να βρέχει.

*

Ο Μπίλι δε Κιντ ξεκαβάλησε το ιπτάμενο μηχανάκι του και ανέβηκε στο πάλκο. Όλοι τον περίμεναν, κρατώντας την ανάσα τους. Αυτός -πρώτος τη σειρά, πρώτος τη τάξει- θα άρχιζε τη συναυλία. Στάθηκε όρθιος στο κέντρο της σκηνής. Κοίταξε κάτω. Τα φώτα τον τύφλωναν, τον εμπόδιζαν να δει το ακροατήριο. Γιά μιά στιγμή του φάνηκε ότι είναι μόνος του, ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος. Σκέφτηκε ότι δεν έχει σημασία. Γύρισε την πλάτη του στον κόσμο και περπάτησε μέχρι τα στημένα τύμπανα, στο πίσω μέρος της σκηνής. Κάθισε στο σκαμπώ. Ένοιωθε ασφάλεια πίσω απ’το σετ των τυμπάνων, σαν ένας τοίχος να τον χώριζε από οτιδήποτε άλλο. Ακόμα μία και μοναδική φορά. Σήκωσε την μπακέτα και την κράτησε γιά μιά στιγμή, υψωμένη στον αέρα, σαν μετέωρο. Μετά την κατέβασε με ταχύτητα. Το ρηχό, μεταλικό ταμπούρο αντήχησε σαν πιστολιά. Η Ηχώ άρπαξε την ταμπουριά και την ταξίδεψε βόρεια, μέχρι πέρα, μέχρι τα ψηλά βουνά που χώριζαν τους δυό κόσμους –το φως και το σκοτάδι. Η πρόκοσμη θεά, η Μεγάλη Μητέρα, άκουσε την πιστολιά και υψώθηκε στρογγυλή, τεράστια, κατακόκκινη, στον σκοτεινό ουρανό. Στάθηκε ακίνητη πίσω απ’αυτόν που την κάλεσε, φωτίζοντας τα πάντα, τα βουνά, τη σκηνή και το ακροατήριο, ολόκληρη την χώρα της νύχτας.
«Ακόμα μία και μοναδική φορά. Όλα στο φως», ούρλιαξε ο κομφερασιέ, που εμφανίστηκε ξαφνικά ντυμένος κλόουν στο κέντρο της σκηνής. «Καλώ τον Πρίγκηπα της Πλατείας».

*

Έβρεχε. Καθόντουσαν στην αυλή του σπιτιού του Δημοσθένη, κάτω απ’το στέγαστρο.
Του Κίμωνα του άρεσε πολύ το σπίτι του Δημοσθένη. Ήταν ένα παράνομο, χαμηλό σπίτι στην όχθη του ποταμού, που το’χε χτίσει ο πατέρας του –ένας πάμφτωχος παγοπώλης- πριν πολλά χρόνια, χρησιμοποιώντας ότι έβρισκε ως οικοδομικό υλικό. Κάθε φορά που κάναν οι δυό τους κάποιο μερεμέτι, ανακαλύπταν έκπληκτοι –τουλάχιστον ο Κίμωνας- σπασμένα μπουκάλια, βότσαλα και καλάμια απ’το ποτάμι, κομμάτια μάρμαρα, μπάζα κάθε λογής, ανακατεμένα με τσιμέντο και σκουριά, στους μπατικούς τοίχους του σπιτιού. Καπνίζαν εγγλέζικο καπνό και πίναν το άθλιο ουίσκι που προτιμούν οι ναυτικοί.
-Θα μπορούσα να είμαι πατέρας σου, είπε ξαφνικά ο Δημοσθένης.
-Ναι, αλλά δεν είσαι, του αντιγύρισε ο Κίμωνας.
-Γιά τίποτα μην είσαι σίγουρος φίλε μου.
-Λες; Θα ήταν πραγματικά διασκεδαστικό.
Η βροχή συνέχιζε με τον ίδιο ρυθμό. Η μέρα, αν και συνεφιασμένη, ήταν ζεστή. Απαλός αέρας φυσούσε απ’τον νότο και τα βατράχια στις όχθες είχαν ξεκινήσει τη συναυλία, απαλαγμένα –τουλάχιστον όσο διαρκούσε η βροχή- από το ανελέητο κυνηγητό των γλάρων, που ζέσταιναν τα κούφια τους κόκαλα λίγο πιό μακριά, κάτω απ’τις τέντες της παραλίας.
-Έχεις περάσει ποτέ το Κανάλι;
-Πολλές φορές.
-Πως είναι;
-Τρεις δεξαμενές μπροστά, τρεις πίσω. Στη μέση η λίμνη. Εκεί γίνεται η σκάτζα. Γύρω, τροπικό δάσος. Μιά φορά το πέρασα νύχτα, με ένα γκαζάδικο. Φοβερή περίπτωση. Σ’όλο το δρόμο, ακούγαμε τα τουκάν και τις μαϊμούδες να φωνάζουν.
-Θα ξαναπήγαινες;
-Μόνο γιά να βρω τον Κριστομπάλ.
-Ο Κυριάκος μου’πε ότι τον είδε, στο Ντουμπάϊ. Εγώ νομίζω οτί τον είδα πρόπερσι, στο Άλτμαρ, αλλά έβρεχε πολύ εκείνη τη μέρα και δεν είμαι σίγουρος.
-Κανείς δεν ξέρει που είναι, νομίζω ούτε ο ίδιος.
-Θάθελα να τον έβλεπα, τουλάχιστον μία ακόμη φορά.
-Ναι, καλά. Εσύ θες να τα κάνεις όλα «τουλάχιστον μία και μοναδική φορά». Και τι σημασία έχει που το θες, αφού δεν το κάνεις;
-Λες;
*

Φτάσαν στο Πέραμα βράδυ. Κάθισαν στο άδειο καφενείο, στη μεριά των ρυμουλκών.
Όταν έδωσαν την παραγγελία, την κοίταξε στα μεγάλα μαύρα της μάτια και την ρώτησε:
-Αλήθεια, πως είναι τα πράγματα;
-Όπως τα βλέπεις, του αποκρίθηκε εκείνη.
-Τα βλέπω μπλε.
-Εγώ μαύρα.
Κοίταξε έξω απ’το παράθυρο τα αραγμένα μαύρα ρυμουλκά και απ’τα γαλάζια μάτια του περάσαν αυτά που έχουν γίνει και αυτά που θα γίνουν.
-Τι κρίμα, της είπε.

*

Άδραξε με το αριστερό τη βάση και με το δεξί πλάγιασε το χρυσό του μικρόφωνο σε θέση οριζόντια με το ξύλινο πάτωμα του πάλκου. Τα καστανόξανθα μακριά μαλιά του λαμπύρισαν στο φεγγαρόφωτο. Φορούσε γούνα από αλεπού και στο λαιμό είχε περασμένο το φυλαχτό της Θεάς. Κοίταξε κάτω. Όλοι σώπασαν. Καθένας απ’το ακροατήριο είχε την αίσθηση πως, τα γαλάζια, γυάλινα μάτια του κοίταζαν αποκλειστικά αυτόν. Περίμεναν να τους διασκεδάσει, ήθελαν το σώου. Εκείνος, ήθελε να τους μιλήσει.
-Ας πούμε, ότι οι άνθρωποι, έφτιαξαν ένα υποθετικό τσίρκο, ξεκίνησε να λέει.
Οι λέξεις, σκάσανε σαν μπάτσος σ’άσπρο μάγουλο. Το κοινό φοβήθηκε, υποχώρησε.
-Άσε τις μαλακίες και πες μας κανένα τραγούδι, φώναξε κάποιος.
Σταμάτησε γιά μιά στιγμή έκπληκτος.
«Φαίνεται πως είναι ακόμα καιρός μόνο γιά ουρλιαχτά», μονολόγησε. «Ας είναι».
Με μιά του κίνηση η κιθάρα άρχισε να παίζει συμπαγή, μεταλικά ακόρντα, την εισαγωγή του πρώτου κομματιού. Ξεκίνησε να τραγουδάει, μα η φωνή του ακούστηκε βραχνή, κοματιασμένη, σαν την κατάξερη άμμο της Σαχάρας. Το πλήθος, με ένα παράξενο βουητό, κινήθηκε απειλητικά εναντίον του. Τον κύκλωσαν. Τον έβριζαν και τον γιουχάιζαν. Τους κοίταξε με τα νερένια του μάτια γιά μία και μόνη φορά. Έπειτα τάκλεισε, κουλουριάστηκε σε στάση εμβρύου και ψιθύρισε: «τι σημασία έχει;» Συνέχισαν να τον πλησιάζουν. Κάποιοι τον άγγιζαν ήδη. Κάποιοι πήρανε πέτρες. «Θέλουμε τα λεφτά μας πίσω» φώναζαν, καθώς άρχισαν να τις πετούν.
Ένα τρομερό ουρλιαχτό από αμερικάνικο κούγκαρ έσκισε τον αέρα. Στο ωχρό πρόσωπο της Σελήνης, ανάμεσα στα πυκνά της φρύδια, εμφανίστηκε μία και μόνη αιμάτινη ρυτίδα.
-Ώστε έτσι, βρυχήθηκε ο κύριος Μότζο Ράιζιν. Ώστε έχει και στην Κόλαση μπουρδέλο.
Σήκωσε τα χέρια του οριζόντια στο έδαφος, φτιάχνοντας έτσι με το σώμα του σχήμα σταυρού. Άρχισε να παράγει έναν παλμό, αόρατο μα συμπαγή, που απώθησε το πλήθος.
«Αφήστε τον τραγουδιστή να τραγουδήσει», είπε και τα μαύρα μάτια του πέταξαν σπίθες. «Ψόφια ποντίκια, ψόφιες γάτες, κρατήστε τα λεφτά σας να πληρώσουμε την Πράξη».
Ένα χαοτικό ριφ, παιγμένο απ’το όργανο κατέκλυσε την Κοιλάδα της Σκιάς. Ηχούσε σαν νύχια που έσπαγαν πάνω σε μάρμαρο.
- Στο όργανο, κατευθείαν από την Νοτρ Νταμ των Παρισίων, ο ένας και μοναδικός, Ιούδας Ισκαριώτης.
Οι προβολείς πέσαν πάνω στο οργανίστα. Ήταν κοντός, με ίσια, μαύρα μαλιά μέχρι τους ώμους και φορούσε γυαλιά με τετράγωνο σκελετό. Ήταν ντυμένος με λευκό σεντόνι.

*

Περπάτησε κατά μήκος της παραλίας. Η βροχή συνέχιζε να πέφτει πυκνή. Δεν είχε βρέξει καθόλου εκείνο τον χειμώνα. Ήταν ένας παράξενος χειμώνας, με ηλιόλουστες μέρες και θερμοκρασία πάνω από δεκαοχτώ βαθμούς. Ένοιωθε ότι η βροχή τον καθάριζε, ξέπλενε τα πάντα γύρω, ακόμη και την νικοτίνη απ’το μπουφάν του. Ήταν κουρασμένος, αλλά ήρεμος. Τα κτήνη, στο πίσω μέρος του μυαλού του, είχαν σταματήσει την -χωρίς αποτέλεσμα- πάλη, αποκαμωμένα. Ο Μαύρος Πάνθηρας του Θανάτου κουλουριάστηκε εξαντλημένος σε μιά γωνιά.
-Κρυώνω, είπε και μιά παγωνιά αποχωρισμού πλημύρισε τα πάντα.
-Μην στεναχωριέσαι, θα σε ζεστάνω εγώ.
Το Πορφυρό Πουλί της Φωτιάς άπλωσε τις φτερούγες του γύρω απ’τον Πάνθηρα.
-Ευχαριστώ, είπε εκείνος.

*

Ήταν η ίδια η χαρά της ζωής. Αεικίνητη, έξυπνη και δραστήρια, δημιουργούσε συνέχεια κόσμους μέσα σε άλλους κόσμους, καινούριες πραγματικότητες, πρωτόγνωρες γιά αυτόν. Το δυνατό, αθλητικό κορμί της, όχι μόνο είχε αντέξει το δύσκολο ταξίδι με τρένο σε ολόκληρη τη Τουρκία, αλλά και την κουραστική επιστροφή από την Πάτμο, στο κατάστρωμα του καραβιού.
-Θέλεις; τον ρώτησε και τα γαλάζια της μάτια καρφώθηκαν με προσμονή στα δικά του.
-Δεν ξέρω, απέφυγε να της απαντήσει.
-Μα γιατί; Αφού έχουμε το ίδιο χρώμα μάτια.
Ο Πάνθηρας, στο πίσω μέρος του μυαλού του, μισάνοιξε απειλητικά το ένα του μάτι.
-Τα δικά μου είναι πιό σκούρα, της είπε.
-Τι κρίμα.

*


Η συναυλία κόντευε να τελειώσει. Ο Ιρλανδός πλησίασε τον Μπίλι. Κρατούσε στο ένα χέρι την κιθάρα του –μιά παλιά Φέντερ Στρατοκάστερ- και στο άλλο ένα μπουκάλι Γκίνες.
-Μικρέ, ξέρεις αγγλικά;
-Μόνο τα τραγούδια του Ρόρυ, απάντησε ο Μπίλι.
-Είμαι ο μυστικός σου πράκτορας μικρέ. Με λαμβάνεις;
-Σε πιάνω δικέ μου, σε πιάνω.
-Ένα γιά τον δρόμο;
-Ένα γιά τον δρόμο.
Η παλιά Φέντερ αντήχησε σαν βαρύ μέταλο που έπεσε απ’τον ουρανό σ’όλη την επικράτεια, νότια του Παραδείσου.
-Καληνύχτα Φεγγαρόπαιδο.
-Καληνύχτα και σε σένα δικέ μου.

*

Ο ήλιος πρόβαλε πίσω απ’τις πολυκατοικίες. Το δωμάτιο πλημύρισε από φως. Το καράβι ξανάγινε κρεβάτι. Στην άκρη του, δυό σαλιγκάρια άφηναν τα ίχνη τους στον Χρόνο, κουβαλώντας τα σπίτια τους στις πλάτες.
-Ξέρεις τι θα μου λείψει, όταν θα φύγω από αυτό το σπίτι; τον ρώτησε. Το φως.
Κατέβηκαν και περπάτησαν μέχρι τη στάση του τραμ.
-Ποτέ ξανά, του είπε και τα μάτια της ήταν τα πιό λυπημένα που είχε δει ποτέ.
-Μα γιατί; αφού έχουμε ίδιο χρώμα μάτια, της είπε εκείνος.
-Πάλι δεν με ακούς. Τα δικά μου είναι πράσινα.
Τον φίλησε απαλά στα χείλη και μπήκε στο τραμ. Την κοίταζε καθώς απομακρυνόταν.
-Ποτέ ξανά, την είδε να ψιθυρίζει μέσα απ’το τζάμι.
Η φλογερή καρδιά του Πορφυρού Πουλιού πάγωσε και έσπασε σε χίλια κομμάτια.
-Θα στην κολήσω εγώ, είπε ο Πάνθηρας.
-Τι κρίμα, δεν μπορείς, είπε το Πουλί.
Από τα κατακίτρινα, σαν Φεγγάρι, μάτια του Πάνθηρα κύλησε ένα δάκρυ.
Μιά παγωνιά θανάτου πλημύρισε τα πάντα.
-Τι κρίμα, τι κρίμα, παπαγάλισαν τα σαλιγκάρια, αφήνοντας ίχνη στον Χρόνο.

*

Την κοίταξε μέσα απ’τον καθρέφτη. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του.
-Μαμά, οι άνθρωποι πεθαίνουν; ρώτησε και τα γαλάζια του μάτια άνοιξαν γεμάτα αγωνία. Εκείνη σταμάτησε να χτενίζει τα κατάμαυρα, μακριά της μαλιά και τον κοίταξε.
-Ποιός στο είπε αυτό;
-Ένα παιδί στο σχολείο. Λοιπόν, πεθαίνουν;
-Όταν ζήσουν πολύ πολύ καιρό και βαρεθούν, πεθαίνουν.
-Και αν δεν βαρεθούν ποτέ;
-Δεν μπορεί, κάποτε θα βαρεθούν.
-Εγώ δεν θα βαρεθώ ποτέ.
-Τότε θα ζήσεις γιά πάντα. Έλα τώρα να κοιμηθείς. Είναι αργά.
Τον σήκωσε στα χέρια της και τον πήγε στο κρεβάτι.
Τον σκέπασε και τον φίλησε στο μέτωπο. Το φιλί της ήταν γλυκό, σαν όπιο.
Ο αδερφός του Θανάτου ήρθε και τον πήρε.

*

Μπήκε στο μπαρ και την είδε. Καθόταν με τον Κωστή στην άκρη της μπάρας. Είχε καιρό να τους δει. Τους πλησίασε και τους φίλησε. Ζήτησε απ’τον μπάρμαν ένα ποτήρι κόκκινο κρασί.
-Τα νέα σου, τον ρώτησε με καρφωμένα τα πράσινα μάτια της στα δικά του. Τόφτιαξες το μπαρ σου;
-Όχι.
-Γιατί; Αφού τόθελες τόσο πολύ, τον ρώτησε τρυφερά.
Το παλιό δάκρυ του Πάνθηρα που με τον καιρό πάγωσε και έγινε σμαράγδι, τον τσίμπησε στην καρδιά.
-Δεν θα μου πεις εσύ, ότι θέλω θα κάνω, προσπάθησε να την αποφύγει, αστειευόμενος αδέξια.
-Ας πρόσεχες, του είπε γλυκά και οι άκρες των βλεφάρων της χαμογέλασαν λυπημένα.
-Και ‘σύ; Είσαι ευτυχισμένη;
-Δεν ξέρω, του απάντησε και το σμαραγδάκι έλιωσε ξανά και έγινε δάκρυ.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα