10. Η ΓΑΤΟΥ.

Τηλεγράφημα του Τσώρτσιλ προς τον Σκόμπυ 5-12-1944

"Κατόπιν συνεννοήσεως μετά του στρατηγού Ουίλσον (Ιταλία) έδωσα οδηγίες να σας αφήσει όλας τας δυνάμεις, τας οποίας διαθέτετε και να σας σταλούν, ει δυνατόν, ενισχύσεις.Είσθε υπεύθυνος διά την τήρησιν της τάξεως εις Αθήνας και διά την καταστροφήν όλων των ομάδων ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, αι οποίαι πλησιάζουν εις την πόλιν. Δύνασθε να λάβετε όλα τα μέτρα, που θα θεωρήσετε σκόπιμα διά τον έλεγχον των οδών και την παγίδευσιν των ταραξιών. Είναι φυσικόν ο ΕΛΑΣ να προσπαθήσει να παρατάξει γυναικόπαιδα εις τα σημεία όπου θα διεξαχθούν συγκρούσεις. Θα πρέπει να ενεργήσετε με σύνεσιν και να αποφύγετε σφάλματα, αλλά μη διστάσετε να πυροβολήσετε εναντίον παντός ενόπλου, που θα επιχειρεί να επιτεθή κατά των βρετανικών δυνάμεων και κατά των ελληνικών, μετά των οποίων συνεργαζόμεθα. Το καλύτερον, φυσικά, θα ήτο εάν εις το έργον σας είχατε τη συμπαράστασιν μιας κυβερνήσεως και εάν ο Λίπερ έπειθε τον Παπανδρέου να παραμείνει εις τη θέσιν του και να σας βοηθήσει. Ωστόσο, μη διστάσετε να ενεργήσετε ως να ευρίσκεσθε εις μίαν μόλις καταληφθείσα υπό του στρατού πόλιν, όπου έχει εκραγεί επαναστατικόν κίνημα (υπογραμμίσεις Τσόρτσιλ).Εν συνεχεία, με τας ομάδας του ΕΛΑΣ, αι οποίαι πλησιάζουν έξωθεν προς την πόλιν, θα πρέπει να είσθε ασφαλώς εις θέσιν, με τας δυνάμεις που διαθέτετε, να δώσετε εις μερικάς εξ αυτών ένα καλό μάθημα, το οποίον θα παραδειγματίση και τας άλλας. Δύνασθε να βασίζεσθε εις την υποστήριξίν μου διά πάσαν λογικήν και εύστοχον ενέργειαν, την οποίαν εν προκειμένω θα αποφασίσετε. Πρέπει να κρατήσωμεν τας Αθήνας και να επιβληθώμεν (υπογράμμιση Τσόρτσιλ). Εάν τούτο το επιτύχετε χωρίς αιματοχυσίαν, θα είναι κατόρθωμα δι' εσάς, αλλά και με αιματοχυσίαν θα είναι επίσης κατόρθωμα, εάν αυτή είναι απαραίτητος".

Τσώρτσιλ, Απομνημονεύματα, τ. 6ος, σ. 255



Πράξη Τρίτη.


-Έχω μιά πολύ ωραία ιστορία να σου πω.
-Ναι ε; Για λέγε.
-Όχι απ’το τηλέφωνο.
-Καλά, έρχομαι.
Ο Κίμωνας πήρε το λεωφορείο και πήγε στο σπίτι του Δημοσθένη. Έβρεχε.
Καθίσαν αντικρυστά στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι.
-Λέγε.
-Μιά φορά και έναν καιρό, πριν πολλά-πολλά χρόνια....
-Κόψε τις μαλακίες και πες μου την ιστορία.
-Βρε μαλάκα, άει γαμήσου. Θα την πω όπως θέλω εγώ.
-Μήπως είσαι «η αδελφή Γκρημ;».
-Τι μαλάκας είσαι. Δεν λέω τίποτα.
-Εντάξει, εντάξει. Το βουλώνω.
-Λοιπόν. Πριν πολλά χρόνια, ζούσε εδώ παρακάτω –στο ρέμα- μία ηλικιωμένη γυναίκα, η κυρα-Κωσταντίνα. Εγώ θάμουν γύρω στα δέκα. Εκείνο τον καιρό το ποτάμι δεν κατέβαζε τόσο πολύ νερό γιατί η Πεντέλη και ο Υμητός είχαν δέντρα, δεν τα είχαν κάψει γιά να φτιάξουν σπίτια.
-Αμάν μ’αυτά τα σπίτια. Τι θα τα κάνουνε τόσα πολλά σπίτια;
-Σκασμός και συνεχίζω. Το ποτάμι λοιπόν δεν κατέβαζε τόσο πολύ νερό και η κυρα-Κωσταντίνα έμενε σε μιά σπηλιά, στην κοίτη του.
-Στην κοίτη του;
-Ναι, σε ένα ψηλό σημείο. Το ενδιαφέρον στην ιστορία είναι ότι η κυρα-Κωσταντίνα είχε γάτες –πολλές γάτες.
-Πόσες πολλές.
-Μπορεί να ήταν και εκατό.
-Ναι ε;
-Ναι. Κάθε πρωί, πήγαινε στα καίκια που ξεψάριζαν –τότε εδώ είχε ψαράδες, θυμάσαι την περίφημη μαρίδα Φαλήρου;- και οι ψαράδες –που την ήξεραν- της έβαζαν σε μία πάνινη τσάντα ότι τους περίσευε. Οι γάτες την περίμεναν –καθώς γύριζε- σε όλο το μήκος του ποταμιού, από την παραλία μέχρι το «σπίτι»της. Τις ήξερε μία-μία με τα ονόματά τους και τις φώναζε. Η γάτα που φώναζε –μόνο αυτή- ξέκοβε απ’τις άλλες και πήγαινε κοντά της. Οι άλλες κάθονταν ακίνητες, περιμένοντας την σειρά τους.
-Φοβερή περίπτωση.
-Ναι. Γιά σκέψου τη σκηνή. Οι γάτες σε όλο το μήκος του δρόμου και η κυρα-Κωσταντίνα –μαυροφορεμένη, πάντα ντυμένη στα μαύρα- με την τσάντα στα χέρια να φωνάζει: «Ριρίκα, έλα, έλα να φας».
-Μην λες έλα, θα μας κλείσουν μέσα.
-Άσε ρε τις μαλακίες.
-Σκάω.
-Μιά μέρα είχα πάει με την στάμνα να κλέψω νερό, από μιά οικοδομή παρακάτω.
-Να κλέψεις νερό;
-Ναι βρε μαλάκα, να κλέψω νερό. Τότε δεν είχαμε νερό, παράνομοι ήμασταν όλοι εδώ.
-Γιά ρεύμα να μην σε ρωτήσω.
-Καθώς περνούσα λοιπόν από το «σπίτι» της, είδα τις γάτες μαζεμένες όλες εκεί, να περιμένουν.
-Α, είχε πεθάνει.
-Ναι, είχε πεθάνει. Και οι γάτες περίμεναν –όπως κάθε μέρα- να βγει να τις ταίσει. Μαζεύτηκε κόσμος, οι πιό πολλοί μάλλον είχαν χαρεί, δεν την συμπαθούσαν, έλεγαν πως οι γάτες βρωμίζουν τη γειτονιά, την βρίζανε, την λέγαν «η γατού» ή «η βρωμιάρα»...
-Τους χαλούσε τη μόστρα.
-Ναι. Ξέρεις τι καθίκια είναι όλοι στην περιοχή. Εδώ δεν είναι Καλλιθέα, ούτε Καισαριανή. Εδώ είναι Παληό Φάληρο, χούντα μαύρη. Πέρασα λοιπόν κουβαλώντας την στάμνα και είδα δεκάδες γάτες, ακίνητες, σαν να ήταν γάτες αιγυπτιακές, -ξέρεις, σαν αυτά τα αγάλματα των Φαραώ- να περιμένουν.
-Παράξενο θέαμα.
-Ναι. Σπούκι. Σαν να απέδιδαν φόρο τιμής.
-Και;
-Τι και;
-Τι έγινε μετά;
-Οι γάτες άρχισαν να πεθαίνουν, γιατί δεν ήξεραν να κυνηγάνε. Γέμισε το ρέμα ψόφιες γάτες.
-Μήπως πρέπει να τις υπολογίσουμε στους νεκρούς από πείνα της Κατοχής;
-Μάλλον στους νεκρούς του Εμφυλίου.
-Χμ. Σαν νάχεις δίκιο. Τάβλι έμαθες;
-Θα σε σκίσω σα σαρδέλα.
-Αντέχουν τα γέρικα κόκκαλά σου;
-Στήστα.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα