6. Η ΧΙΟΝΑΤΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΤΑ ΝΑΝΟΙ.

«Πάνω στους λόφους, στα επτά βουνά,
οι επτά μου νάνοι κατοικούν».

Γιόζεφ Μέγκελε.


-Κυρίες και κύριοι, γιά περάστε! Η μεγάλη τέντα στήθηκε εδώ, μόνο γιά εσάς και κρύβει μέσα της χίλια και ένα μυστικά –όσες οι νύχτες της Σεχραζάτ. Έχουμε τα πάντα. Γιά περάστε. Με ένα μόνο δίφραγκο θα δείτε πράγματα παράξενα και θαυμαστά, πράγματα που δεν τα χωράει ο νους σας. Θα δείτε την ασώματο κεφαλή, την κυρία με τα γένεια, την βασίλισα του χιονιού, το παιδί που γελά. Γιά περάστε, παρακαλώ, γιά περάστε!
Μα, σας βλέπω σκεπτικούς, αναποφάσιστους. Διακρίνω στα μάτια σας την αμφιβολία.
Και δεν σας αδικώ καθόλου –με τόσα που ακούμε κάθε μέρα. Όμως, πριν μας περάσετε γιά απατεώνες, γιά ένα ακόμη μπουλούκι τσαρλατάνων –και προσπεράσετε- αφήστε μας να σας κάνουμε μιά μικρή επίδειξη των τεράστιων δυνατοτήτων του Αόρατου Τσίρκου. Ανοίξτε τα μάτια σας και την καρδιά σας και ελάτε μαζί μας, σε ένα μαγικό ταξίδι στον Χρόνο, «σε ένα ταξίδι ονείρων, πέρα από το δυνατό, πέρα από το γνωρισμένο». Ακόμα δυσπιστείτε -και κάνετε καλά. Όμως, ας τα αφήσουμε αυτά –τα φιλολογικά- και ας μπούμε στο «ψητό». Μόνο γιά σήμερα –και μόνο γιά εσάς- έχουμε ετοιμάσει, όχι φυλακισμένα ζώα –που τόσο αρέσουν στα παιδιά- ούτε γίγαντες και κλόουν, ξωτικά και νεράιδες. Σήμερα, ο Αόρατος Θίασος παρουσιάζει την αληθινή ιστορία των Επτά Νάνων.
Πως είπατε; Η Χιονάτη; Αα, η όμορφη, μικρή, αθώα Χιονάτη. Δεν παίρνει μέρος. Κοιμάται τον ήσυχο ύπνο της, μέχρι να έρθει ο ξανθός της πρίγκηπας να την ξυπνήσει -με ένα φιλί. Ο όμορφος, γαλανομάτης, ξανθός της πρίγκηπας.
Έτσι λοιπόν, οι νάνοι είναι του Πρίγκηπα και όχι της Χιονάτης. Ναι. Εφτά νάνοι, φορτωμένοι στο steam ship Κυρήνεια, πάνε στην Παλαιστίνη.
Οι εφτά νάνοι του Άουσβιτς.

Πράξη Πρώτη.

Το τραίνο σταμάτησε μέσα στην νύχτα. Ο θόρυβος του φρεναρίσματος –μέταλο που δαγκώνει μέταλο- αντήχησε σε όλη την πεδιάδα. Οι επιβαίνοντες –όρθιοι, ο ένας δίπλα στον άλλον, μιά εξαθλιωμένη ανθρώπινη μάζα- έπεσαν μπροστά. Οι ξύλινες πόρτες των βαγονιών άνοιξαν και οι πρώτοι, κυριολεκτικά σωριάστηκαν κάτω –σαν σακιά- σπρωγμένοι από την εκτόνωση της ανθρώπινης μάζας. Ένστολοι φαντάροι με αυτόματα στο χέρι φυλάνε το ανθρώπινο κοπάδι. Είναι το τέλος της γραμμής του τραίνου, ο τελικός προορισμός. Κάτω από δυνατούς προβολείς, διακρίνεται η ξύλινη ράμπα υποδοχής του Στρατοπέδου. Στην μέση της διαδρομής, στα πλάγια της ράμπας, πάνω σε ξύλινη εξέδρα, στέκεται ένας άνδρας με πολιτικά, ένας άνδρας που έχει δώσει τον όρκο του Ιπποκράτη. Φαίνεται σαν να χαιρετάει τους νεοφερμένους. Και εκείνοι ελπίζουν.
«Επιτέλους, φτάσαμε. Να δούμε τι μας θέλουν», μονολογούν κοιτώντας προς το βάθρο τον άντρα που τους χαιρετάει –με υψωμένο το δεξί του χέρι. Κάτω από το φως των προβολέων –σκαρφαλωμένος στο ψηλό του βάθρο- τους φαίνεται σαν άγγελος –και ελπίζουν. Και, αλήθεια, άγγελος είναι, ο Γιόζεφ Μέγκελε ο Γιατρός, ο Άγγελος του Θανάτου. Γιατί αυτούς που χαιρετά, στον θάνατο τους στέλνει. «Θάσαστε κουρασμένοι απ’το μακρύ ταξίδι. Να σας προσφέρουμε ένα μπάνιο», λέει και τους οδηγεί στον Θάλαμο Αερίων. Νάτος, ο ήρωάς μας, ο όμορφος Πρίγκηπάς μας ο ξανθός, μετράει με τον εξάντα του της Κόλασης τα μάκρη και το Κίτρινο Αστέρι του Θανάτου κατεβάζει.
Και στέκεται στην μέση εκεί του δρόμου και τους αρρώστους ξεχωρίζει απ’τους γερούς –θα του αντέξουν άραγε περσότερο από τους προηγούμενους;
Μα, μες στο πλήθος, ποιά είναι άραγε αυτά τα ανθρωπάκια; Μήπως παιδιά; Όχι, παιδιά δεν είναι. Είναι οι νάνοι του, οι Επτά Νάνοι του Γιατρού και η οικογένειά τους.

-Ποιοί είστε; τους ρωτάει.
-Η οικογένεια Όβιτς, καλιτέχνες-νάνοι απ’την Ουγγαρία, απαντάνε αυτοί με μιά φωνή.
Ο πατέρας μας γενήθηκε στα τέλη του αιώνα. Ήταν ένας πολύ δυνατός νάνος που κέρδιζε το ψωμί του κάνοντας δύσκολες δουλειές γιά δυνατούς άντρες. Το όνομα που έδωσε ο ίδιος στον εαυτό του ήταν Σαμσών. Παντρεύτηκε μία κανονική γυναίκα –που την έλεγαν Μπλάνκα. Μαζί της έκανε δύο παιδιά, νάνους, τους μεγαλύτερούς από εμάς.
Στα εικοσιέξη της, η Μπλάνκα κοιμήθηκε τον Βαθύ Ύπνο και ο πατέρας μας ξαναπαντρεύτηκε. Η δεύτερη του γυναίκα –επίσης κανονική- η Μπέρθα, γένησε οκτώ παιδιά –πέντε νάνους και τρεις κανονικούς. Ο πατέρας μας πέθανε στα σαράνταέξι του -από τροφική δηλητηρίαση- και η Μπέρθα ανέλαβε να μεγαλώσει δέκα παιδιά –εφτά νάνους και τρεις κανονικούς. Μας έστειλε όλους σε σχολή μουσικής και έτσι γίναμε θίασος. Ταξιδέψαμε σε όλη την Ευρώπη, δίνοντας παραστάσεις. Μετά, το 39, ξέσπασε ο Πόλεμος. Συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε ως το 44, που ο Χίτλερ εισέβαλε στην Ουγγαρία. Τότε μας έπιασαν. Ο ένας αδερφός μας, ο Λεόν, που δεν ήταν νάνος, κρύφτηκε με πλαστά χαρτιά –μα ένας γείτονας τον κατέδωσε και τον εκτέλεσαν. Είχε γυναίκα και μιά κόρη –μωρό ακόμα- που τους στείλανε εδώ, στο Άουσβιτς. Έτσι, στείλανε και εμάς εδώ –αφού είμαστε εβραίοι.

Ο Πρίγκηπάς μας ξέσπασε σε δυνατά γέλια.
-Ώστε έτσι, καλοί μου νάνοι, καλιτέχνες μου από την Ουγγαρία. Από τώρα και στο εξής είστε προστατευόμενοί μου. Και ποιοί είναι όλοι αυτοί τριγύρω σας;
Οι νάνοι κυτάξανε γύρω τους απορημένοι. Κοντά τους –σαν από ένστικτο- είχαν μαζευτοί και άλλοι.
-Ξαδέρφια, πρώτα, δεύτερα και τρίτα, απάντούν με ένα στόμα, σώζοντας τους ανθρώπους αυτούς –δεκατρείς τον αριθμό- από το κρεματόριο.

Τυχεροί λέτε, ε; Μα, γιά σταθείτε λίγο αγαπητοί μας θεατές. Γιά, λίγο περιμένετε και βιαστικοί μην είστε και αφήστε να συμπληρωθεί το παραμύθι μας «στο γύρισμα των κύκλων». Ο Μέγκελε είναι γιατρός. Κάτι πολύ περισσότερο, είναι ο Επιστήμονας-Γιατρός του Μπογιατζή. Και έχει βαλθεί του Αρχιναζί την θεωρία να αποδείξει γιά σωστή –την ανωτερώτητα της Άριας Φυλής. Και οι νάνοι αυτοί –που αδέρφια και ξαδέρφια έχουνε κανονικά- είναι ιδανικά πειραματόζωα γιά τις μελέτες του Άγγελου του Θανάτου.
Μην βιάζεστε λοιπόν συμπέρασμα να βγάλετε, γιατί εδώ δεν είναι παίξε-γέλασε. Δεν είναι εδώ οι καναπέδες μας του σαλονιού με τις εύκολες κρίσεις, δεν είναι οι συζητήσεις μας οι «επαναστατικές» με μποζολέ και γκούντα, δεν είναι καν η ζεστή της κόλασης παρέα, δεν είναι ακόμα-ακόμα η Γερμανία –το Μπέλσεν ή το Νταχάου. Εδώ είναι το Πολωνέζικο Οσβίτσιεμ –το Άουσβιτς-Μπιργκεντάου.

Και όπως πάντα και παντού -έτσι και εδώ- η Εργασία Ελευθερώνει.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα