3. ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ. [ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΟΙΝΟΦΛΥΓΕΣ].



Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν [Ξυπνούν, και έχει η σκέψις ωριμάσει.]
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους, [Δεν πίνουν από σήμερα σταγόνα.]
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν [Έχει πιά το στομάχι τους χαλάσει,]
γιά τελευταία φορά τα βήματά τους. [τους τρέμουνε τα χέρια και το γόνα.]

Ήταν, η ζωή τους, λένε, τραγωδία. [Απήυδησαν στα μπαρ να τριγυρνάνε]
Θεέ μου, το φριχτό γέλιο των ανθρώπων, [αγγίζουν το φαί ως άλλοι Μίδες,]
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία [να πίνουνε και οι νύχτες να περνάνε]
των ουρανών, η ερημιά των τόπων. [πολλές μαζί, σαν άκοπες σελίδες.]

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε [Νηφάλιοι θα σκύβουν στο τραπέζι,]
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση, [της τέχνης να ξανάβρουν το κολάι.]
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε, [Στα τζάμια, της αυγής το φως θα παίζει,]
τον ήλιο που γιά πάντα θέλει δύσει. [θα αχνίζει ο διπλός καφές στο πλάι....]

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το, [Θωπεύουν το μπουκάλι και το κλείνουν.]
σύντομο, απλό, βαθύ,καθώς ταιριάζει, [Του χρόνου, ίσως τ’ανοίξουν κάποιο βράδυ.]
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο [Θα πρέπει πότε-πότε να ξεδίνουν]
γιά κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει. [(καθώς η Περσεφόνη από τον Άδη).]

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα, [Ήρεμοι και εγκρατείς, νομοθετούνε]
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος, [ότι δεν είναι, μ’όλα τούτα, λάθος]
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα», [λίγο κρασί στο δείπνο τους να πιούνε-]
πως θ’αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος. [πως θα μεθύσουν βέβαιοι κατά βάθος.]




Κώστας Καρυωτάκης. [Γιώργος Κοροπούλης.]







Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα