14. Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ.

[Μετά το κουδούνι, μία μεγάλη παύση. Κανένα φως, κανένας ήχος.]


Πράξη Τέταρτη.


Η Σκηνή βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ο Χώρος -μία σουρεαλιστική σύνθεση, που την αποτελούν παιδικές καρέκλες, ένα τραπέζι και ένας νιπτήρας σε ύψος παιδιού, μαζί με διάφορα αντικείμενα κανονικού μεγέθους. Εκεί, φορώντας ένα μεγαλοπρεπές βαθυκόκκινο φόρεμα, στέκεται η Πέρλα Όβιτς, κρατώντας το μπαστούνι της στο χέρι.

[Παρόλο που τα πόδια του διπλού κρεβατιού είναι κομμένα και το στρώμα -στην ουσία- στο πάτωμα, ένα σκαλί είναι τοποθετημένο μπροστά του. Τα κορακόμαυρα μαλλιά της 78χρονης, είναι πιασμένα πίσω, τα μάγουλά της μακιγιαρισμένα, τα νύχια της φτιαγμένα και βαμμένα. Σκουλαρίκια, κολιέ και δαχτυλίδια συμπληρώνουν την εμφάνισή της. Η φωνή της, καθοδήγει τους θεατές –σαν πυξίδα.]

*

Σαρανταπέντε χρόνια έχουν περάσει από τότε που η Πέρλα Όβιτς υποκλίθηκε γιά τελευταία φορά στη σκηνή. Κάποτε της άρεσαν τα φώτα. Τώρα μόνη, στο μεγάλο σπίτι της στη Χάιφα, αναζητά την ασφάλεια του μισοσκόταδου –παίζει με τις Σκιές. Η ιστορία της μοιάζει με παραμύθι, αλλά είναι ένα ταξίδι μέσα στις πιό βαθειές και σκοτεινές γωνιές της κόλασης –«πέρα απ’το δυνατό, πέρα απ’το γνωρισμένο».

*

Μιά φορά και έναν καιρό, ήταν εφτά νάνοι· η μεγαλύτερη οικογένεια νάνων στον κόσμο. Και η νεώτερη, η πιό μικρή, λεγόταν Πέρλα. Όταν γενήθηκε ο πατέρας της –το 1875 στο Σιγκέτ του Μαραμούρες- ονομάστηκε Σαμσών. Όμως, -προξενώντας φρίκη στους γονείς του- μετά τα εφτά σταμάτησε να αναπτύσεται. Γιά χρόνια πηγαινοέρχοταν μεταξύ γιατρών και θεραπευτών που τον βασάνιζαν, σε μιά οδυνηρή –μα άκαρπη- προσπάθεια να ψηλώσει.

Οι γονείς του αποφάσισαν πως, αφού δεν μπορούσαν να τον βοηθήσουν να ψηλώσει, μπορούσαν τουλάχιστον να τον εφοδιάσουν με πολύ υψηλού επιπέδου μόρφωση. Μεγάλωσε ως παιδί-θαύμα. Γεροδεμένος και γεμάτος αυτοπεποίθηση, δεν δυσκολεύτηκε να βρει νύφη «κανονικού μεγέθους». Η Μπλάνκα γένησε δυό κόρες –νάνους- την Ροζίκα και την Φραντσέσκα, πριν πεθάνει ξαφνικά, στα εικοσιέξη της. Ο Σαμσών – διάσημος πλέον ραβίνος και θεραπευτής, ξαναπαντρεύτηκε. Η δεύτερη γυναίκα του, ήταν επίσης «κανονική». Η Μπέρθα γένησε οχτώ παιδιά, τα πέντε νάνους.

Οι ευσεβείς Εβραίοι πήγαιναν στον Σαμσών, γιά να του πούν τα προβλήματα και τις λύπες τους -και αυτός τους έδινε συμβουλές και ευλογίες. Πιστεύανε πως ο Θεός του είχε δώσει μυστικιστικές δυνάμεις γιά να αντισταθμίσει την απώλεια του ύψους του. Πέθανε στα 46 του, από τροφική δηλητηρίαση, αφήνοντας την Μπέρθα να μεγαλώσει δέκα παιδιά. Οι συγγενείς και οι φίλοι, της πρότειναν να τα στείλει σε ίδρυμα.

*

[Ο Σαμσών πέθανε λίγο πριν γενηθεί η Πέρλα. Εκείνη, δεν ήξερε ότι δεν έχει πατέρα. Ο μεγαλύτερος αδερφός της, ο Αβραάμ, δεν ήταν ψηλότερος από ένα εξάχρονο παιδί. Τον φώναζε «μπαμπά», γιατί όλοι της οι φίλοι είχανε πατέρα και έτσι ήταν σίγουρη ότι είχε και εκείνη έναν.]

*

Δεν την πείραζε που ο κόσμος την έλεγε νάνο.

-Πως αλλιώς να με πουν; Είναι ένα γεγονός, μιά πραγματικότητα.

[Αρνείται όμως τον διαχωρισμό των ανθρώπων σε «μεγάλους» και «μικρούληδες».]

*

Η μητέρα τους, ήξερε πως η δύναμη των παιδιών της είναι η ομοιογένεια. Τους «εμφύτευσε» τον κανόνα που τους οδήγησε σε όλη την ζωή τους και –παρεπιπτόντως- τους έσωσε απ’τον θάνατο. «Ποτέ μην χωριστείτε, να προσέχετε ο ένας τον άλλο». Ήθελε να αποκτήσουν δεξιότητες τέτοιες, ώστε να βγάζουν το ψωμί τους χωρίς να γίνονται βάρος σε κανέναν. Ήθελε επίσης να ευτυχήσουν και να αγαπηθούν. Τους έστειλε όλους σε μουσική σχολή και δημιούργησε έναν οικογενειακό θίασο. Καθένας τους, εξάσκησε μιά ειδικότητα, ένα ξεχωριστο ταλέντο –τραγούδι, μουσική, χορός, υποκριτική. Κρουστά, βιολιά, κιθάρες και ένα τσέλο, φτιάχτηκαν στα μέτρα τους.

Η Πέρλα ήταν πέντε χρονών, όταν η μητέρα της πέθανε από πνευμονία. Μέχρι τότε, ο Λιλιπούτειος Θίασος είχε εδραιώθει. Ο μεγαλύτερος, ήδη κοντά στα τριάντα, ανέλαβε την φροντίδα όλης της οικογένειας. Όταν η Πέρλα έγινε δεκατρία, μπήκε στον Θίασο.

Τραγουδούσε και έπαιζε κιθάρα. Ο άντρας της αδερφής της –της Φρίντα- ήταν ο μάντζερ του Θίασου. Κανόνιζε τις περιοδείες και τα συμβόλαια. Παίζαν τζαζ, τραγουδούσαν ρομαντικά ντουέτα από δημοφιλείς όπερες, εκτελούσαν θεατρικά μονόπρακτα και έκαναν το κοινό να σπαρταράει απ’τα γέλια με την τόσο ιδιαίτερη άποψή τους γιά την stand-up comedy. Ταξίδεψαν σε όλη την Ανατολική Ευρώπη, παίζοντας σε γεμάτες αίθουσες στην Τσεχοσλοβακία, Ουγγαρία και Ρουμανία.

-Κάναμε θαυμάσιο βαριετέ, αναπολεί η Πέρλα με νοσταλγία. Το κοινό ενθουσιάζοταν τόσο, που πετούσε λουλούδια στην σκηνή. Έβαζαν νομίσματα στις ανθοδέσμες, γιά να βαραίνουν και να φτάνουν σε εμάς. Μιά φορά, με χτύπησε μία στο στήθος και σχεδόν έπεσα. Από τότε, παρακαλούσαμε τους θεατές να αποθέτουν τα λουλούδια στην άκρη του πάλκου.

*

[Οι νάνοι παντρεύονταν «κανονικούς».]

-Το γεγονός ότι ήμασταν μικροσκοπικοί, δεν αποθάρυνε τους θαυμαστές μας.

[Η Πέρλα δεν παντρεύτηκε ποτέ.]

-Είχα και εγώ τους θαυμαστές μου, -όλοι στο διπλό μου ύψος- και ήμουν σίγουρη ότι κάποτε θα παντρευτώ.

Όμως, ξέσπασε ο Πόλεμος.

[Αργότερα, μετά τον Πόλεμο, η οικογένεια έζησε μαζί, σε ένα σπίτι και έτσι εκείνη δεν χρειάστηκε έναν σύντροφο.]

*

Οι Όβιτς απέφευγαν να φοράν παιδικά ρούχα. Σχεδίαζαν και έφτιαχναν μόνοι τους κοστούμια γιά τις παραστάσεις, καθημερινά ρούχα, φορέματα, ακολουθώντας πάντα την τελευταία λέξη της μόδας.

*

Ο Πόλεμος άρχισε το 1939, αλλά ο Θίασος συνέχισε τις περιοδείες γιά ακόμα τέσσερα χρόνια, χρησιμοποιώντας τα χαρτιά τους -που δεν ανέφεραν την εβραϊκή καταγωγή τους. Τον Μάρτη του 44 ήταν σε τουρνέ, όταν ο Χίτλερ εισέβαλε στην Ουγγαρία. Γύρισαν αμέσως στην πατρίδα τους. Η άφιξή τους στο Σιγκέτ προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση. Οι πλατφόρμες ήταν γεμάτες με Γερμανούς στρατιώτες, που εμπόδιζαν τους Εβραίους να επιβιβαστούν στο τραίνο. Επαγγελματίες ηθοποιοί που μιλούσαν άπταιστα γερμανικά, οι Όβιτς έδειξαν τα χαρτιά τους, δίχως την σύσπαση ενός μυ -χωρίς να τρεμουλιάσει η φωνή τους. Οι ανυποψίαστοι στρατιώτες διασκέδασαν συζητώντας με αυτούς τους «αστείους μικρούληδες», που έμοιαζαν να έχουν βγει από κάποιο παραμύθι των αδελφών Γκρημ.

-Οι Ναζί μας βοήθησαν με τις βαλίτσες, μας ανέβασαν στο τραίνο και μας βρήκαν ένα μέρος να σταθούμε. Ήταν γραφτό αυτό το τραίνο να είναι το τελευταίο τραίνο γιά το σπίτι.

*

Στην Ροζαβλέα δεν μπορούσαν να κρύψουν την εβραϊκή καταγωγή τους. Οι καθημερινοί έλεγχοι αυξήθηκαν. Οι νάνοι πέρασαν δύσκολες ώρες όταν η απαγόρευση κυκλοφορίας επιβλήθηκε γιά εικοσιτρείς ώρες την ημέρα. Είχαν μόνο μία ώρα την ημέρα γιά να εφοδιαστούν με τρόφιμα.

- Πως θα τα καταφέρναμε σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα; Ένας «κανονικός» μπορεί να τρέξει ή να περπατήσει γρήγορα, αλλά γιά εμάς όλα απαιτούν πολύ χρόνο. Δεν μπορούμε –κουβαλώντας μία φορτωμένη τσάντα ή βαλίτσα- να περπατήσουμε περισσότερο από μερικά μέτρα.

Οι Εβραίοι διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να μαζευτούν στη Συναγωγή. Οι νάνοι στριμώχτηκαν απ’το πλήθος και σπρώχτηκαν σε μιά γωνιά.
Ξαφνικά, σαν από θαύμα, βρέθηκαν έξω.

-Δεν ξέραμε γιατί ο Θεός μας είχε λυπηθεί. Σύντομα καταλάβαμε πως η απόδρασή μας είχε οργανωθεί από τους Ναζί.

Μεταφέρθηκαν σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα με μιά δεύτερη μυστική είσοδο, που χρησίμευε ως χώρος αναψυχής στους Γερμανούς αξιωματικούς. Κάθε βράδυ, ήταν υποχρεωμένοι να παίζουν και να τραγουδάν γιά τους Ναζί.

-Ποιός μπορούσε να είναι χαρούμενος σε τέτοιους καιρούς, γνωρίζοντας ότι έξω δολοφονούσαν ανθρώπους; Όμως δεν είχαμε επιλογή. Κουβάλαγαν βαρέλια με μπύρα και λικέρ. Έφευγαν το πρωί, παραπατώντας απ’το μεθύσι, αφήνοντάς μας εξουθενωμένους.

*

Δύο μήνες μετά, 430.000 Εβραίοι απ’την Ουγγαρία οδηγήθηκαν στους σταθμούς των τραίνων, με τελικό προορισμό τα στρατόπεδα του θανάτου-τουλάχιστον 300.000 δολοφονήθηκαν στο Άουσβιτς. Στους Όβιτς παραχωρήθηκε μία άμαξα, που τους πήγε στο τραίνο.

[Ο ένας αδερφός, ο Λεόν –που δεν ήταν νάνος- προσπάθησε να κρυφτεί χρησιμοποιώντας πλαστά χαρτιά. Ένας γείτονας τον κατέδωσε. Τον εκτέλεσαν και η γυναίκα με την κόρη τους –που ήταν βρέφος- οδηγήθηκαν στο Άουσβιτς, όπου και δολοφονήθηκαν στους θαλάμους αερίων.]

*

Όταν έφτασαν στο Άουσβιτς, κίνησαν το ενδιαφέρον ενός αξιωματικού, ο οποίος έσπευσε να ειδοποιήσει τον γιατρό του στρατοπέδου, τον δόκτορα Γιόζεφ Μέγκελε – τον Άγγελο του Θανάτου.

Οι περισσότεροι συνεπιβάτες τους οδηγήθηκαν αμέσως στους θαλάμους αερίων. Οι Όβιτς στέκονταν σε έναν φράχτη, περιμένοντας την μοίρα τους. Ο ένας, ο Μίκυ, άρχισε να μοιράζει ενυπόγραφες φωτογραφίες του Θίασου στους αξιωματικούς των Ναζί, ελπίζοντας αφελώς ότι η φήμη τους θα μπορούσε να τους βοηθήσει.

Όταν τελικά έφτασε ο Μέγκελε, οι νάνοι δεν ήταν πιά εκεί. Μέσα στο χάος, κάποιος τους είχε σύρει στον θάλαμο αερίων.

*

-Στεκόμασταν γυμνοί, άντρες και γυναίκες, όταν οι βαριές μεταλικές πόρτες έκλεισαν πίσω μας και αρχίσαμε να εισπνέουμε το αέριο, διηγείται η Πέρλα ανατριχιάζωντας. Ξαφνικά, μέσα στην ομίχλη, ακούσαμε φωνές: “οι νάνοι! Που είναι οι νάνοι!”.

Η πόρτα άνοιξε και ο Μέγκελε διέταξε να μεταφερθούν οι νάνοι έξω. Τους δώσανε να πιούν γάλα –γιά να ξεράσουν το αέριο που είχαν εισπνεύσει- και τους τύλιξαν με κουβέρτες.

-Ήταν πολύ χαρούμενος. Έλεγε πως του δώσαμε δουλειά γιά τα επόμενα είκοσι χρόνια.

*

Ο αριθμός του καθενός χτυπήθηκε με τατουάζ στα μπράτσα τους. Η Πέρλα είναι το Α 5087. Ο Μέγκελε φιλοδοξούσε να αποκωδικοποιήσει τα μυστικά της ανθρώπινης κατασκευής και είχε μπροστά του εφτά νάνους και τις δυό –«κανονικές»- αδερφές τους. Η μία, η Λέα, κρατούσε στα χέρια της το μωρό της, τον Σαμσών, ηλικίας ενός χρόνου. Ο Μέγκελε ήταν περίεργος να δει αν το μωρό θα αναπτύσοταν κανονικά –όπως η μητέρα του- ή θα γινόταν νάνος –όπως οι θείοι του και οι θείες του. Ήταν απομονωμένοι σε ξεχωριστή πτέρυγα του στρατοπέδου, όπου ο Μέγκελε έκανε τα πειράματά του. Τους έπαιρνε αίμα, μυελό των οστών, ρίζες απ’τα μαλιά, δόντια, τρομπάριζε ζεστό και κρύο νερό στα αυτιά τους, τρυπούσε με βελόνες τα νεύρα τους, τους έκανε ηλεκτροσόκ. Μεγάλες ποσότητες άγνωστων υγρών διοχετεύτηκαν στις μήτρες όσων θηλυκών μελών της οικογένειας δεν είχαν παντρευτεί.

[Το μωρό μεγάλωνε στο ίδιο περιβάλον. Σε μιά περίπτωση μάλιστα, μπουσούλησε προς τον Μέγκελε και τον φώναξε «μπαμπά», περιμένοντας να το πάρει στην αγκαλιά του.
Ο Μέγκελε χαμογέλασε, το χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι και του είπε: “δεν είμαι ο μπαμπάς σου, είμαι ο θείος σου”.]

-Συνήθιζε να του φέρνει παιχνίδια και μικρά δώρα κατά καιρούς, θυμάται η Πέρλα.

*

[Φοβόντουσαν πως όταν θα τελείωναν τα πειράματα, θα γίνονταν εκθέματα μέσα σε μεγάλα δοχεία με φορμόλη.]

-Ήταν τρομερό, μα ξέραμε ότι ήμασταν ασφαλείς όσο τον ενδιαφέραμε.

*

Μιά μέρα ο Μέγκελε τους εξέπληξε. Τους έφερε μέικ-απ και αρώματα και τους διέταξε να περιποιηθούν τους εαυτούς τους. Τους πήγε σε μία κοντινή αίθουσα γεμάτη από εκατοντάδες ανώτερους αξιωματικούς. Οι νάνοι θα έδιναν μία παράσταση που δεν την είχαν φανταστεί ούτε στους χειρότερους εφιάλτες τους.

Ο Μέγκελε ανέβηκε στην σκηνή. Καλωσόρισε το κοινό και κάλεσε επάνω τον Λιλιπούτειο Θίασο. Η σκηνή ήταν άδεια, με φόντο ένα τεράστιο παραβάν. Σχημάτισαν μία γραμμή στην μέση της, όταν ξαφνικά ο Μέγκελε φώναξε: “γδυθείτε!”.

Πολλοί αξιωματικοί –που τους γνώριζαν- παρέμειναν σιωπηλοί, καθώς ο Μέγκελε παρουσίαζε τα επιστημονικά του συμπεράσματα. Χρησιμοποιούσε μία μακριά, λεπτή στέκα του μπιλιάρδου γιά να δείχνει τους γυμνούς γλουτούς τους, να συγκρίνει διαστάσεις και ύψη και να περιγράφει τα πειράματά του.

-Ήμασταν παγωμένοι, κολημένοι στο πάτωμα, ακόμα και όταν η διάλεξη τέλειωσε και οι αξιωματικοί πλησίασαν την σκηνή γιά να μας δουν και να μιλήσουν μαζί μας.

*

Ο Μέγκελε ποτέ δεν τους φώναξε, ούτε τους χτύπησε. Αντίθετα, τους παρείχε βελτιωμένα γεύματα και ιατρική φροντίδα. Ευχαριστημένος με την πρόοδο των εργασιών του συνέθεσε ένα δίστιχο. “Πάνω απ’τους λόφους, τα εφτά βουνά, οι επτά μου νάνοι κατοικούν”.

[Ούτε όμως τους λυπήθηκε ποτέ όταν τους έβλεπε να λιποθυμούν απ’τους πόνους.]

Η Πέρλα έχει μπερδεμένα αισθήματα γιά τον Μέγκελε. Υπήρξε η «ασφάλεια ζωής» τους. Όταν αυτός έλειπε απ’το στρατόπεδο, οι Όβιτς φοβόντουσαν ότι κάποιος θα βρει την ευκαιρία να τους ξεφορτωθεί.

- Ο Μέγκελε μας έσωσε τη ζωή, αλλά το έκανε μόνο γιά την δική του δόξα. Αν δικαζόταν, θα ανέβαινα στο βήμα και θα έλεγα σε όλο τον κόσμο γιά τις θηριωδίες του. Θα του έδειχνα τις ουλές που μου έκανε. Τον μισώ, αλλά δεν ζητάω εκδίκηση. Αν με ρωτούσαν οι δικαστές, θα τους έλεγα να τον αφήσουν ελεύθερο. Θα τον τιμωρήσει ο Θεός.

*

Τον Γενάρη του 45 η Γερμανία κατέρευσε. Ο Μέγκελε διέφυγε στην Λατινική Αμερική.
Λίγο μετά, ο Κόκκινος Στρατός μπήκε στο Άουσβιτς. Οι Όβιτς έμειναν άλλον ένα χρόνο σε στρατόπεδο προσφύγων στην Ρωσία, πριν τους επιτραπεί να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Το σπίτι τους είχε καταστραφεί, δεν υπήρχε τίποτα πιά γιά αυτούς εκεί -και έτσι αποφάσισαν να πάνε στη Δύση.

Κατάφεραν να πάρουν βίζα γιά το Βέλγιο, όπου ξανάρχισαν τις παραστάσεις. Ένας Αμερικάνος μάνατζερ τους πρότεινε ένα μακροχρόνιο συμβόλαιο στις ΗΠΑ, αλλά προτίμησαν να μεταναστεύσουν στο νεαρό κράτος του Ισραήλ. Τον Μάη του 49 εγκαταστάθηκαν στη Χάιφα, άλλαξαν το όνομα του θίασου και ξεκίνησαν περιοδείες σε όλη τη χώρα –οι Εφτά Νάνοι του Άουσβιτς. Το γλυκόπικρο σόου τους, είχε τεράστια επιτυχία.

-Δεν υπήρχαν αστέρες στον θίασο. Σε καθέναν μας δινόταν η ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει ή να παίξει κάποιο σόλο. Αγαπούσα την ζωή του ηθοποιού, τα φανταχτερά φορέματα, τα φώτα. Ακόμα ακούω το χειροκρότημα. Τα χρόνια στο σανίδι ήταν τα καλύτερα της ζωής μου.

*

Τα ταξίδια και οι συνεχείς παραστάσεις κούρασαν τους ταλαιπωρημένους νάνους. Τα πειράματα του Μέγκελε λειτούργησαν επιβαρυντικά. Το 1955 έδωσαν την τελευταία τους παράσταση.με τα χρήματα που είχαν κερδίσει εγκαταστάθηκαν σε ένα μεγάλο διαμέρισμα και αγόρασαν δύο σινεμά και ένα καφέ.

-Προβάλαμε ρομαντικές ταινίες απ’την Ινδία, την Τουρκία και την Αίγυπτο. Τις αγαπούσα πολύ. Κάθε φορά ράγιζε η καρδιά μου -και έκλαιγα.

*

Πούλησαν τις επιχειρήσεις τους. Ένας-ένας αρχίσαν να πεθαίνουν. Είναι θαμένοι όλοι μαζί, στον οικογενειακό τους τάφο. Οι Όβιτς. Η μεγαλύτερη νανοοικογένεια του κόσμου.

[Η μόνη οικογένεια που βγήκε ζωντανή από το Άουσβιτς –το Λατομείο των Κρίνων.]

*

[Τα φώτα χαμηλώνουν. Η Πέρλα σιγοτραγουδά ένα παλιό Ουγγαρέζικο τραγούδι.
Δάκρυα κυλάν στα μάγουλά της. Δεν είναι στις καλύτερές της.]

«“Τώρα σιμώνω στου τάφου τον ουδό”.
Να δω την μάνα μου, να της μιλήσω.
Το δάσος στέκει, σκοτεινό και σιωπηλό
και τα κλαδιά θρηνούνε· και βαδίζω.
Μητέρα, θέλω να σου πω,
τους πόνους πούχω στην καρδιά μου,
μητέρα·
πόσο πικρή είναι η ζωή –που
εσύ είσαι αλλού, μακριά μου».

*

Κυρίες και κύριοι, ο ένας και μοναδικός, Λιλιπούτειος Θίασος σας χαιρετά.

[Οι Εφτά Νάνοι του Άουσβιτς.]

Χειροκροτήστε.

Αυλαία.

[Καληνύχτα.]

Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα