4. ΑΛΛΕΣ ΖΩΕΣ.

Άνοιξε την Πύλη. [Πάτησε το κουμπί]. Η οθόνη τρεμόπαιξε και φωτίστηκε από ένα απαλό μπλε φως. [ Το κόκκινο δεν του άρεσε. Κάποιος –παλιά- του είχε πει οτι το κόκκινο είναι σημάδι κινδύνου. (Έτσι την πάτησε η Περσεφόνη)].
-Ο Διάβολος να πάρει τις μαύρες σας ψυχές, είπε και άρχισε την ιστορία απ’το τέλος.

*

Ο παιδικός του φίλος μπήκε στο μαγαζί.
-Δεν σε πιστεύω, είπε, βλέποντάς τον με τρεις τελειωμένες μπύρες –και μία γεμάτη- στο τραπέζι.
-Γιατί αδερφέ; Αφού οι δικές σου τέλειωσαν.
Κοίταξαν απέναντι, το γερασμένο κτίριο που κάποτε ήταν φροντιστήριο αγγλικών.
-Θυμάσαι;
-Θυμάμαι.
-Μα να με πατήσεις κάτω;
-Εσύ με κάρφωσες στην δασκάλα. Τι είναι χειρότερο: να δέρνεις κάποιον, ή να καρφώνεις;
-Δεν ξέρω. Θα πιούμε ένα;
-Ένα γιά τον δρόμο.

*
Τον πήρε τηλέφωνο.
-Μοναξιές;
-Μοναξιές. Σε πήρα να μιλήσουμε.
-Έχουμε τίποτα πιά να πούμε;

*
-Εμείς οι δυό δεν έχουμε τίποτα πιά να πούμε, είπε ο κ. Κόυνερ σε κάποιον.
-Γιατί; ρώτησε ο άλλος τρομαγμένος.
-Γιατί όταν είμαι μαζί σου δε λέω καμιά λογική κουβέντα, παραπονέθηκε ο κ. Κόυνερ.
-Μα αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου, τον παρηγόρησε ο άλλος.
-Το πιστεύω, είπε με πικρία ο κ. Κόυνερ, ενοχλεί όμως εμένα.

*

-Ο Άνθρωπος, χωρίζεται σε δυό κομμάτια. Το ένα έχει γεννηθεί –και ζει- στο «λαμπρό φως του Ήλιου». Το άλλο, γεννιέται στην Ατέλειωτη Νύχτα. Οι περισσότεροι από εμάς,
περνάν τη ζωή τους βλέποντας τα χρώματα, - δηλαδή το παιχνίδι των φωτονίων, την κρούση τους στον αμφιβληστροειδή μας. Κάποιοι –πιό λίγοι- είτε γιατί τους έτυχε, είτε γιατί το διάλεξαν, βλέπουν μόνο άσπρο και μαύρο.
-Σαν να έχουν αχρωματοψία.
-Κάπως έτσι. Άκου τώρα. Οι μισοί ζηλεύουν τους άλλους μισούς....
-Γιατί;
-Τι γιατί;
-Γιατί οι μισοί ζηλεύουν τους άλλους μισούς;
-Γιατί δεν μπορούν να δουν τα χρώματα.
-Και οι άλλοι, που τα βλέπουν;
-Οι άλλοι ζηλεύουν αυτούς που δεν τα βλέπουν.
-Γιατί;
-Γιατί πιστεύουν ότι βλέποντας τα χρώματα χάνουν τον κόσμο τον Σκιών, τον κόσμο της Ποιητικής.
-Και είναι αλήθεια αυτό;
-Εξαρτάται.
-Από τι;
-Από το τι ορίζεις ως αλήθεια. Αν χρειάζεσαι ένα άλλοθι γιά να υπερασπίσεις τις επιλογές σου, τότε, ναι, είναι Αλήθεια.

*

-Υπάρχει θεός; ρώτησε κάποιος τον κ. Κόυνερ.
-Σε συμβουλεύω να σκεφτείς αν η συμπεριφορά σου θ’αλλάξει ανάλογα με την απάντηση που θα δώσεις στο ερώτημα, του απάντησε εκείνος. Αν δεν θ’αλλάξει τότε η ερώτηση είναι περιττή. Αν θ’αλλάξει τότε μπορώ τουλάχιστο να σε βοηθήσω λέγοντας πως εσύ αποφάσισες κιόλας: χρειάζεσαι ένα θεό.

*

Ο Καπετάν Καλοτάξιδος οδήγησε το μεγάλο γκαζάδικο προς το λιμάνι. Έβλεπε πιά καθαρά τα φανάρια –αριστερά το κόκκινο, το πράσινο δεξιά- αλλά δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τα χρώματα.
-Να πάρει ο διάβολος, είπε, κάθε φορά η ίδια ιστορία.

-Υπάρχει χειρότερο πράγμα από έναν καπετάνιο με αχρωματοψία; ρώτησε ο Πολικός την Αφροδίτη.
-Ένα αλκοολικό άστρο, του απάντησε εκείνη. Ένα γιά τον δρόμο;
Την κοίταξε χαμογελώντας.
-Ένα γιά τον δρόμο συντρόφισα.

*

Ο Κριστομπάλ φόρεσε την καμπαρτίνα του. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Δεν ήταν καθόλου στις καλές του. Πέρασε το Μουσείο και περπάτησε κατά μήκος του μεγάλου δρόμου. Ήταν Σάββατο βράδυ και η περιοχή ήταν γεμάτη κόσμο –που διασκέδαζε.
Τέσερεις νεαροί κάθονταν στην πόρτα του μπαρ με τα ποτά τους στα χέρια.
Ο ένας τον σταμάτησε.
-Συγνώμη κύριε, δεν φαίνεστε καλά. Να καλέσουμε ένα ταξί να σας πάει σπίτι;
-Όχι, ευχαριστώ.
-Σίγουρα; Χρειάζεστε κάτι άλλο; συνέχισε ο νεαρός προκλητικά, κρατώντας πάντα το ποτήρι του στο χέρι.
Τον κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε.
-Ναι. Χρειάζομαι έναν καλό καυγά. Μήπως γουστάρετε να πλακωθούμε;

*

Ο Θανάσης χτύπησε το κουδούνι. Είχε ραντεβού στις δώδεκα, μα η μεγάλη πόρτα ήταν κλειστή. Ανυπομονούσε. Το εισιτήριό του ήταν κομένο και σφραγισμένο. Θα έχανε την παράσταση. Η ώρα ήταν δώδεκα παρά πέντε. Ξαναχτύπησε το κουδούνι.
-Να του ανοίξουμε; ρώτησε ο ασπρομάλης.
-Γάμα τον μωρέ, ένας πάνω, ένας κάτω, διαφορά δεν κάνει. Παίζε τις εξάρες, του απάντησε ο νεαρός -νεαρός, λέμε τώρα, είχε περάσει τα τριάντα.
Ο Θανάσης άκουσε τα ζάρια και του ανάψαν τα λαμπάκια. Περίμενε το σόου σε όλη του την ζωή -και θα το έχανε. Το μεγάλο ρολόι χτύπησε την πρώτη ώρα.
-Ανοίχτε μου, έχω πληρώσει εισιτήριο, φώναξε.
Ο νεαρός -τι νεαρός, ο πιό νέος- σταμάτησε γιά μιά στιγμή, με τα ζάρια στο χέρι.
-Ρε συ, αυτός κάνει πολλή φασαρία. Τσίμπα το λίγο.
Το ρολόι χτύπησε την δεύτερη ώρα.
Ο ασπρομάλης δυνάμωσε την μουσική.
-Τι αηδίες είναι αυτές που ακούς; ρώτησε τον πιό νέο.
-Όχι και αηδίες, του απάντησε εκείνος. Ο Τόνι απ’το Μπέρμπιχαμ. Άκου και κλάψε.
Η ώρα χτύπησε τρεις.
-Τι άκου και κλάψε βρε μπάζο; Το ξέρεις ότι ο πατέρας σου έχει απηυδήσει;
-Τι έχει κάνει;
-Τι έχει κάνει; Τα βλέπεις; Ούτε να μιλάς σωστά δεν έμαθες.
Το ρολόι χτύπησε τέταρτη φορά. Ο Θανάσης άρχισε να χτυπάει με τις γροθιές του την μεγάλη πόρτα.
-Τα έχει πάρει μαζί σου, συνέχισε ο ασπρομάλης.
-Ααα, τα έχει πάρει. Τώρα μιλάς σωστά. Και γιατί παρακαλώ;
-Ρωτάς γιατί; Θα σου πω γιατί. Γιατί τα έχεις γράψει όλα στα παλιά σου τα παπούτσια. Γιατί κυκλοφορείς συνέχεια με μιά μπύρα στο χέρι και δεν κάνεις τίποτα. Γιατί ξημεροβραδιάζεσαι στα καφενεία με τους αληταράδες. Γιατί ενώ έπρεπε να είσαι ευπρεπής και κουστουμαρισμένος γιά να αναλάβεις κάποια στιγμή το μαγαζί, εσύ περιφέρεσαι με τα χαϊμαλιά και την μαλούρα ως τον κώλο. Γιατί ξενυχτάς στα μπαρ με τα ξέκωλα και σε μαζεύουν οι μπάτσοι λυώμα. Γιατί είσαι κοντά στα σαράντα…
-Τριάντα τρία.
-Σιγά! Τριαντατρία ήσουν πριν…και εγώ δεν ξέρω πόσους αιώνες. Βρες άλλο παραμύθι.
Το ρολόι είχε χτυπήσει ακόμα τέσερεις ώρες και μέναν άλλες τόσες γιά να γίνει η ώρα δώδεκα. Ο Θανάσης άρχισε να σπάει. Έβαλε τα κλάματα.
-Ανοίξτε μου, σας παρακαλώ, ικέτευσε, ενώ δάκρυα κυλούσαν πίσω απ’τα χοντρά του γυαλιά.
-Και τι άλλο να κάνω; Αφού βαριέμαι εδώ.
-Και επειδή βαριέσαι πρέπει να το κάνεις το μαγαζί, θερμοκήπιο του Άμστερνταμ;
-Τι, βρήκες τα δεντράκια μου;
-Ποιά δεντράκια σου βρε μπάζο, που σε βλέπει όλος ο κόσμος κάθε απόγευμα να ποτίζεις την πλαγιά, λες και είσαι ο Γιάννος ο Μηλοσποριάς, ποιά δεντράκια σου; Τον Μέλανα Δρυμό; Σύνερθε! Μην το τραβάς το σκοινί.
Το ρολόι χτύπησε την εντεκάτη ώρα. Ο Θανάσης κατέρευσε. Ήταν ευσεβής και ενάρετος άνθρωπος –είχε ξεκόψει απ’τα παλιά καιρό πολύ- αλλά τώρα είχε φτάσει ο κόμπος στο χτένι.
-Την Παναγία σας! ούρλιαξε με απόγνωση.
-Ωωωπ! είπε ο πιό νέος. Πέτρο άνοιξε του. Είναι φίλος της μαμάς.
Το Μεγάλο Ρολόι του Κόσμου χτύπησε ώρα Δώδεκα.

*

Ο Δημοσθένης μπήκε στην πάμπ, στο κέντρο του Γιοχάνεσμπουργκ. Κάθησε στην μπάρα και παρήγγειλε το συνηθισμένο του –τετραπλό ουίσκι.
-Να πάρει ο διάολος, μονολόγησε. Πως την πάτησα πάλι έτσι; Εγώ είμαι σιδεράς, τι δουλειά έχω με τα μπουλούκια;
-Έ μα και’συ. Σε έχει φάει το μουνί, του είπε ο Μπάμπης ο Αράπης που καθόταν στο διπλανό σκαμνί.
-Και τι να κάνω; Πως να της πω όχι. Ξέρεις τι απίστευτα τσιμπούκια κάνει;
-Ξέερω, ξέρω.
-Ε, αφού ξέρεις, γιατί με προγκάς. Στο κάτω-κάτω, σιγά την μεγάλη δουλειά. Δέκα λεπτά υπόθεση είναι.
-Ένας μικρός ρόλος γιά σένα, ένα μεγάλο κέρδος γιά το παγκόσμιο θέατρο, τον ειρωνεύτηκε ο Μπάμπης.
-Βρε άντε γαμήσου και’συ.
-Βρε, βρε, βρεε, τον Δημοσθενάκο! Άντε και στο Μπρόντγουέι. Και δεν μου λες, τι έργο ανεβάζετε;
-Ένα που λέγεται η Αυλή των Θαυμάτων.
-Πως; Το Καυλί των Θαυμάτων; Ωραίο πρέπει νάναι. Θάρθω να το δω.

Ο Μπάμπης ο Αράπης. Ένας από τους μεγαλύτερους κομπιναδόρους του Γιοχάνεσμπουργκ. Έφυγε νύχτα από την Ελλάδα, κυνηγημένος απ’την «μαφία» του Ιπποδρόμου.
-Εε, και συ, του είχε πει μιά μέρα ο Δημοσθένης. Στήνεις την κούρσα και δεν παίρνεις δελτίο καιρού;
Ο Μπάμπης είχε στήσει τη φτιάξη όμορφα. Είχε αγοράσει ένα άλογο –από τα καλύτερα, φαβορί- και τόχε βάψει –από μαύρο που ήταν- κόκκινο. Η βαφή –μιά ειδική μπογιά από τριμένο κεραμίδι (γιά να μήν κλείσουν οι πόροι του ζώου και σκάσει)- ήταν υδροδιαλυτή. Το άλογο ήταν αουτσάιντερ. Το έπαιξε, αυτό κέρδισε και ο Μπάμπης κονόμησε. Μία κούρσα, δύο, τρείς, στην τέταρτη έβρεξε. Το άλογο ξέβαψε, στη μέση της διαδρομής.
-Ε ρε πλάκες! Πάντα τέτοια, είχε πει ο Θανάσης, βλέποντας το άλογο –μισό μαύρο, μισό κόκκινο.

-Εκεί γνώρισα και τον Μάνο, συνέχισε ο Μπάμπης, ενώ ο Δημοσθένης ξεμπέρδευε το τρίτο του ποτό. Μεγάλος ηθοποιός –και μεγάλος αλογομούρης.
-Θάναι και αυτός στην παράσταση. Είναι καλεσμένος της Κοινότητας.
-Σώπα ρε! Και τι ώρα αρχίζετε;
-Οχτώ.
-Ναι ε;
-Γιατί γελάς;
-Γιατί είναι οχτώ και δέκα.

Ο Δημοσθένης άρχισε να τρέχει, μουγκρίζοντας «γαμώτ, γαμώτ, γαμώτ» μέσα απ’ τα δόντια του –πιθανώς γιά να κρατάει το τέμπο. Κάλυψε την απόσταση, ίσως πιό γρήγορα από ότι θα την κάλυπτε το άλογο του Μπάμπη –μισό κόκκινο, μισό μαύρο. Όταν έφτασε στα παρασκήνια, άκουσε την ατάκα του.
«Πάνω στην ώρα», μονολόγησε και βγήκε στη σκηνή.

*

-Γιατί το έκανες; την ρώτησε ο δικαστής. Φορούσε την μακριά του μαύρη τήβενο και την δικαστική του περούκα. Το θέαμα ήταν λίγο αστείο. Μακριά άσπρα –ψεύτικα- μαλλιά, πάνω σε ένα πρόσωπο με κατάμαυρα, πύκνά φρύδια.
Η Μαίρη σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Το ξύλινο έδρανο της φαινόταν πολύ ψηλό. Στο κάτω-κάτω ήταν μόλις δέκα χρονών.
-Δεν μου αρέσουν οι Δευτέρες, απάντησε.

*

Βγήκε απ’την πίσω πόρτα του νεκροταφείου. Περπάτησε μέχρι το μαγαζί του Γρηγόρη του Αλβανού. Εκεί βρήκε τον Γιώργο τον Κοντό.
-Κάτσε. Θα πιείς ένα;

Ο Γιώργος ο Κοντός. Ένας από τους τελευταίους σπουδαίους μαραγκούς. Είχε μιά ιδιαίτερη σχέση με το ξύλο. Χάιδευε τα νερά του κάθε κοματιού και το ξύλο του έλεγε ότι ήθελε να μάθει.
-Πως να σε κόψω;
-Κόψε με στο μάκρος. Έχω τόσο όμορφα νερά, απαντούσε το δεσποτάκι.

-Πως κι από ‘δώ;
-Είχαμε «παράσταση».
-Πως πήγε;
-Γραν σουξέ. Πάνω από εκατό εισητήρια.
-Πολύ σου πάει αυτό το μαύρο.
-Στολή εργασίας.
-Μα και εσύ, δουλειά είναι αυτή που κάνεις;
-Γιατί, τι έχει; Μιά δουλειά σαν όλες τις άλλες.
-Άλλο να δουλεύεις το ξύλο και άλλο να «φυτεύεις» τον κόσμο.
-Γιά φαντάσου να μην υπήρχαμε και εμείς. Θα μένατε όλοι εσείς άθαφτοι.
-Γιά φαντάσου.
Ο Δημοσθένης άδειασε το ποτήρι του και ξαναγέμισε.
-Τον έφτιαξες τον σταυρό;
-Όπως μου’πες. Από τικ.

*

Πέρασαν τα στενά. Ο καιρός ήταν καλός, μα μόλις έφτασαν στο Κάβο Ντόρο τα πράγματα αγρίεψαν. Ήτανε τέσσερεις και κάτι –σχεδόν πέντε. Το ξύλινο καράβι ορθοπλώρησε στο κύμα –στα κόντρα. Άρχισε να πηγαίνει σαν αλογάκι του λούνα παρκ.
Από μέσα –απ’την καμπίνα- σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε.
«Ε ρε πλάκες» είπαν τα μάτια του άλλου.
«Είσαι τρελός», του απάντησε -κι αυτός με τα μάτια- και έλυσε τον πιλότο.
Το καράβι έβαλε ρότα πενήντα μοίρες στο κύμα.

*

Ο Μάνος –ο Ηθοποιός- μπήκε στα παρασκήνια.
-Μπράβο, ωραία παράσταση.
Στράφηκε στον Δημοσθένη.
-Όλοι να παίζετε σαν αυτόν, είπε και τον χτύπησε στην πλάτη.
-Ευχαριστώ απάντησε ο Δημοσθένης, αναμαλιασμένος.
Μυρωδιά αλκοόλ πλανήθηκε στον αέρα.

*

-Γιατί το έκανες; την ξαναρώτησε ο Δικαστής.
Εκείνη, έτριψε τα χέρια της και χαμογέλασε.
-Ήθελα να τους δω σε φέρετρο, απάντησε.
Η μικρούλα Μαίρη από το Σκότσγουντ.

*

-Πάμε, του είπε και ξεκίνησαν. Έφτασαν στην πύλη.
-Να πάρει ο διάολος, τι δουλειά έχουμε εμείς στα νεκροταφεία των χριστιανών; γκρίνιαξε ο ένας.
-Έτσι ήθελε η κυρα-Παναγιού, του είπε ο άλλος και κάρφωσε τον σταυρό –από ξύλο τικ- βαθιά μέσα στο χώμα.

*
Τον πήρε τηλέφωνο.
-Μοναξιές;
-Μοναξιές. Έχουμε τίποτα να πιούμε;


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα