8. ΤΟ ΖΑΧΑΡΟΣΠΙΤΟ.

«Θα μας σκοτώσουν όλους· ξέρετε με τι είδους γουρούνια έχουμε να κάνουμε. Αυτή είναι η γενιά του Άουσβιτς· έχουν όπλα ενώ εμείς δεν έχουμε. Πρέπει να οπλιστούμε!».


Γκούντρουν Ένσλιν.


Πράξη Δεύτερη.


Ο Χανς και η Γκραίτε βολτάριζαν στο δάσος με την κλεμένη Μερσεντές τους.
-Τι όμορφα που είναι εδώ, στην εξοχή, είπε ο Χάνς.
-Πράγματι, πολύ όμορφα, απάντησε η Γκραίτε. Μα τί είναι αυτό εκεί; Σαν σπίτι φαίνεται, αλλά είναι πολύχρωμο.
-Γιά πάμε πιό κοντά.
-Πάμε.
Πλησίασαν ακόμα λίγο. Βγήκαν απ’το αμάξι και κοντοστάθηκαν.
-Ρε ‘συ, αυτό μοιάζει νάναι φτιαγμένο από ζαχαρωτά.
-Σα νάχεις δίκιο. Ας το φάμε.

Ξεκίνησαν να τρων το σπίτι. Φάγαν πρώτα την σοκολάτα. Η κρέμα δεν τους πολυάρεσε.

-Επ, τι κάνετε εκεί;
-Τρώμε το σπίτι. Εσύ ποιά είσαι;
-Εγώ είμαι η μάγισα και το σπίτι αυτό είναι δικό μου.
-Δικό σου; Τι σημαίνει δικό σου;
-Δικό μου σημαίνει ότι μου ανήκει.
-Μπα; Και γιατί το έχεις φτιάξει με ζαχαρωτά;
-Γιά να την πατάν κάτι χαζοπούλια σαν και εσάς. Και τώρα που σας τσάκωσα, πληρώστε.
-Τι να πληρώσουμε;
-Το σπίτι που φάγατε.
-Μα εμείς βρήκαμε τα ζαχαρωτά -και τα φάγαμε. Γιατί να σου πληρώσουμε το σπίτι;
-Γιατί τα ζαχαρωτά είναι του σπιτιού.
-Εντάξει τότε. Ας έρθει ο Σπιτιός να τον πληρώσουμε, είπε η Γκραίτε –που ήταν εμφανώς μαστουρωμένη.
-Δεν ντρέπεσαι, στην ηλικία σου να παίρνεις ναρκωτικά; της είπε η μάγισα, που ήταν πολύ νομοταγής.
-Εσύ έπρεπε να ντρέπεσαι, γριά γυναίκα, που φτιάχνεις ζαχαρωτά με ναρκωτικά και μαστουρώνεις τα παιδάκια.
-Ε; ψέλισε η μάγισα που πιάστηκε στα πράσα. Αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Πληρώστε με.
-Δεν έχουμε λεφτά. Πάρε την Μερσεντές.
-Αφού δεν είναι δικιά σας. Την κλέψατε.
-Κοίτα να δεις μάγισα. Την κλέψαμε από έναν κλέφτη. Άρα, κλεμένη δεν είναι, και αφού δεν είναι κλεμένη, είναι δικιά μας. Εντάξει;
-Αφήστε τα αυτά. Είσαστε δύο κοινοί κλέφτες. Και αφού, λεφτά δεν έχετε, θα σας κρατήσω εδώ, μέχρι να ξεπληρώσετε δουλεύοντας αυτά που φάγατε.
-Και πόσο καιρό θα πάρει αυτό;
-Γιά να δούμε, είπε η μάγισα και άρχισε τους λογαριασμούς με ένα κομπιουτεράκι τσέπης. Λοιπόν, έχουμε και λέμε: κλεμένη Μερσεντές, αξία δέκα χρόνια. Ζαχαρωτά από σοκολάτα, αξία πέντε χρόνια. Βόλτα στο δάσος χωρίς άδεια, αξία εφτά χρόνια. Ψυχική οδύνη μάγισας, αξία ανεκτίμητη. Συν τους τόκους, την ποσόστωση, συν δεκαεννιά τοις εκατό ΦΠΑ, συν είκοσι τοις εκατό φόρος, υπολογίστε ότι σε καμμιά σαρανταριά χρόνια θα γυρίσετε στα σπίτια σας.
-Τρελάθηκες μάγισα; Σαράντα χρόνια δουλειά γιά δέκα ζαχαρωτά;
-Και φτηνά την βγάλατε. Ο Γιάννης Αγιάννης άρπαξε είκοσι χρόνια γιά ένα καρβέλι ψωμί –και δεν το έφαγε κιόλας. Και τι κόστος λέτε έχει λίγο αλεύρι και νερό; Ενώ εδώ έχουμε ακριβά υλικά. Ξέρετε πόσο έχει πάει η ζάχαρη με όλες αυτές τις εξεγέρσεις των αραπάδων στην Καραϊβική; Το κακάο; Τα μεταφορικά από την άλλη άκρη του κόσμου; Αφήστε που πληρώνω και τεχνίτη να τα φτιάξει –αλλά μη μου πείτε, ε; Νοστιμότατα.Χαλάλι ο μισθός του. Με αυτά και με τάλλα ανεβαίνει το κόστος –και εγώ μετά, πόσο να πουλήσω; Δεν βγαίνω. Έχω υποχρεώσεις εγώ. Τόσα στόματα τρέφω. Τόσες οικογένειες από ‘μένα περιμένουν. Γιά φανταστείτε να το κλείσω αύριο το μαγαζί, πόσοι εργάτες θα μείνουν στο δρόμο; Πόσα παιδάκια θα πεινάσουν; Τα βλέπετε, σε όλο τον κόσμο. Στο Νιούκαστλ, άνεργοι οι ανθρακωρύχοι. Στα Αντίκυρα -στη Λειβαδειά- «πάγωσε η τσιμινιέρα». Στα γαλικά εργοστάσια απολύουνε κόσμο. Στο Λαύριο «στήσανε χορό». Και όλα αυτά γιατί; Γιατί κάτι καλόπαιδα σαν και εσάς, αμφισβητούν το σύστημα και γκρινιάζουν και τάχουνε βάλει με εμάς –λες και εμείς είμαστε οι κακοί. Εμείς, που δίνουμε δουλειά στους εργάτες –γιατί αργία μήτηρ πάσης κακίας εστί. Αλλά όχι. Εσείς, οι αναρχικοί να τα κάνετε ίσωμα όλα. Να γκρεμίσετε την κοινωνία με τις ιδέες σας. Εσείς φταίτε που χάσαμε τον πόλεμο. Καλά τάλεγε ο Φύρερ, αλλά ποιός τον άκουγε; Ε, ποιός; Απ’την άλλη μεριά και το κράτος...

Η μάγισα συνέχισε να μονολογεί ακατάπαυστα. Ο Χανς κοίταξε την Γκραίτε με ένα βλέμμα όλο σημασία.
-Φούντο; την ρώτησε.
-Φούντο, του απάντησε εκείνη.
Η μάγισσα, αποροφημένη ρητορεύοντας, δεν πρόσεξε αυτήν την τελευταία εξέλιξη. Της πέταξαν μιά βόμβα.


Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα