1. Η ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ.

Ο Δάμων ο τεχνίτης (άλλον πιό ικανό
στην Πελοπόννησο δεν έχει) εις παριανό
μάρμαρο επεξεργάζεται την συνοδεία
του Διονύσου. Ο θεός με θεσπέσια
δόξαν εμπρός, με δύναμι στο βάδισμά του.
Ο Άκρατος πίσω. Στο πλάγι του Ακράτου
η Μέθη χύνει στους Σατύρους το κρασί
από αμφορέα που τον στέφουνε κισσοί.
Κοντά των ο Ηδύοινος ο μαλθακός,
τα μάτια του μισόκλειστα, υπνωτικός.
Και παρακάτω έρχοντ’ οι τραγουδισταί
Μόλπος κ’ Ηδυμελής, κι ο Κώμος που ποτέ
να σβύσει δεν αφίνει της πορείας την σεπτή
λαμπάδα που βαστά ` και, σεμνοτάτη, η Τελετή.-
Αυτά ο Δάμων κάμνει. Και κοντά σ’αυτά
ο λογισμός του κάθε τόσο μελετά
την αμοιβή του από των Συρακουσών
τον βασιλέα, τρία τάλαντα, πολύ ποσόν.
Με τ’άλλα του τα χρήματα κι αυτά μαζύ
σαν μπούν, ως εύπορος σπουδαία πιά θα ζει,
και θα μπορεί να πολιτεύεται –χαρά!-
κι αυτός μες στην βουλή, κι αυτός στην αγορά.



Κ.Π. Καβάφης.





Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα