5. Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΙΠΠΟΤΗ.

Σε κάποια απ’τις βόλτες με τους φίλους μου στην Ισπανία και ειδικότερα στην επαρχία της Μάντσας, ανακάλυψα μία παλιά συλογή ιπποτικών ιστοριών, καταχωνιασμένη στο πίσω ράφι ενός βιβλιοπωλείου, στο Τολέδο. Ξεφυλίζοντας το, άγνωστης έκδοσης, βιβλίο (αφού πολλές σελίδες λείπουν, μαζί και το εξώφυλο) κατάλαβα με έκπληξη πως μιά απ’τις ιστορίες αφορούσε στον δον Κιχώτη του Μιγκέλ ντε Θερβάντες – έργο του 1605. Διαβάζοντάς το διαπίστωσα πως ο τρόπος γραφής του είναι παρόμοιος με του ίδιου του Θερβάντες και κατέληξα στο συμπέρασμα πως είναι γραμμένο από κάποιον ήσσονος σημασίας διηγηματογράφο, με σκοπό να αποτίσει φόρο τιμής ή ακόμα να ειρωνευτεί τον δημιουργό του πασίγνωστου έργου. Μου έκανε εντύπωση η αναφορά στον Αλφόνσο Φερνάντεθ Αβελιανέδα, που είναι ο λόγος γιά τον οποίο ο Θερβάντες έγραψε τελικά τον δεύτερο τόμο του δον Κιχώτη – το 1615 – αφού ο παραπάνω κύριος είχε εκδώσει έναν δικό του, «πλαστό» τόμο με την συνέχεια της ιστορίας του ξακουστού ιππότη. Το μετάφρασα με πολλή προσοχή, θέλoντας, όχι μόνο να μεταφέρω το κείμενο, αλλά και να επισημάνω τις αναφορές στο διάσημο βιβλίο του Θερβάντες. Οι – ομολογουμένως πολλές – παραπομπές είναι αναγκαίες γιά την κατανόηση του ύφους του συγγραφέα, που κάποιες φορές μιλάει - όπως θα δούμε παρακάτω – με τα λόγια του ίδιου του Θερβάντες. Στην προσπάθειά μου αυτή με βοήθησε πολύ η – εξαιρετική κατά την γνώμη μου – μετάφραση του Ηλία Ματθαίου και γιά αυτό τον ευχαριστώ. Τέλος, εντελώς αυθαίρετα, χώρισα τα τρία «κεφάλαια» χρησιμοποιώντας τις στροφές του ποιήματος «ο δον Κιχώτης» του Ρώμου Φιλύρα, που έκρινα πως ταιριάζει περισσότερο στην περίσταση.

Καλή ανάγνωση.





Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΞΑΚΟΥΣΤΟΥ ΣΑΝΤΣΟ ΠΑΝΘΑ, ΣΚΟΥΤΑΡΙΩΤΗ ΤΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΙΠΠΟΤΗ ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ ΝΤΕ ΛΑ ΜΑΝΤΣΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΑΪΔΑΡΟΥ ΤΟΥ, ΓΡΑΜΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΟΝΣΟ ΦΕΡΝΑΝΤΕΘ ΑΒΕΛΙΑΝΕΔΑ, ΔΟΚΙΜΟ ΙΣΤΟΡΗΤΗ.(1)


«Στον αιώνα λαμποκοπά η μορφή σου
κι ο καγχασμός σου στό Κενό αντηχάει
κράνος και τελαμώνες η στολή σου
μιά ειρωνία και σ’ότι ξεψυχάει».


Έτσι λοιπόν φτάσαμε στη Μάντσα, σε ένα μέρος που ούτε θέλω να θυμάμαι το όνομά του.(2) Εγώ με τα πόδια και ο αφέντης μου καβάλα, αφού έτσι είναι το σωστό και το πρέπον, οι άνθρωποι να καβαλάν τα γαιδούρια κι όχι το ανάποδο. Ακολουθούσαμε εκείνο τον καιρό έναν παράξενο, μισότρελο γέρο, που απ’ τα πολλά ιπποτικά μυθιστορήματα που διάβαζε, του είχε στρίψει τελείως και νόμιζε πώς ήταν και ο ίδιος ιππότης, χωρίς να καταλαβαίνει – όσο και να του εξηγούσε κάποιος – πως, τότε, το σωτήριο έτος 1605 μετά την Γέννηση Του Κυρίου, ο κώδικας της ιπποσύνης είχε πιά χαθεί.(3) Ήταν ένας ψηλός, λιπόσαρκος μα γεροδεμένος άντρας, γύρω στα πενήντα, που τριγύριζε στον κάμπο του Μον-τιέλ, φορώντας μιά παράξενη, παλιά πανοπλία και μπλεκόταν συνέχεια σε μπελάδες, με επώδυνα – τις περισσότερες φορές – αποτελέσματα τόσο γιά τον ίδιο όσο και γιά τον δύστυχο αφέντη μου. Είχε ένα άλογο – όχι απ’τα καλίτερα που έχω συναντήσει – τον Ροθινάντε, που η όψη του ταίριαζε κουτί με το όνομά του(4) και η γλώσσα του ήταν πιό κοφτερή κι από ξίφος Μόρου,(5) όπως είχα την ευκαιρία να μάθω από πρώτο χέρι, ακούγωντας κάποτε μιά συζήτησή του με τον Μπαμπιέκα.(6) Το αφεντικό μου, ένας κοντόχοντρος ανθρωπάκος που είχε γενηθεί αγρότης σε ένα χωριό όχι πολύ μακριά απ’το Τολέδο, δεν φημιζόταν γιά την εξυπνάδα του - μα ούτε ήταν και κουτός, όπως διαπίστωσα αργότερα – και με ένα σωρό ταξίματα γιά βασίλεια και νησιά και άλλες πολλές ανοησίες τον κατάφερε να παρατήσει δουλειά και οικογένεια και να γίνει σκουταριώτης του, να του κρατάει δηλαδή την ασπίδα. Τώρα βέβαια θα μου πεις, πως ένας άνθρωπος που δεν έχει άλλο κουσούρι εξόν απ’ τη φτώχεια του, παράτησε γυναίκα και παιδιά γιά να ακολουθήσει έναν τρελό, αυτό είναι μιά άλλη ιστορία. Δεν μπορεί να μην καταλάβαινε, όταν τον έβλεπε να χτυπιέται με τους ανεμόμυλους – που τους περνούσε γιά γίγαντες – πως ο κύριός του είχε χάσει τα λογικά του, ήταν τελείως παλαβός - περισσότερο από οποιονδήποτε σ’ όλη τη γη, όση ανακαλύφθηκε ώς τώρα (7)– και ότι του’λεγε, ήταν γεννήματα του άρωστου μυαλού του, του γεμάτου από Ουργάντες, Ορλάνδους, Αμάδις και Μπελιάνις.(8) Όχι, τώρα πιά – μετά από τόσο καιρό – όταν ενθυμούμαι τα γεγονότα εκείνων των χρόνων, καταλαβαίνω ότι ο αφέντης μου, ο αξιότιμος Σάντσο Θάνκας,(9) δεν ήταν καθόλου κουτός και – πολύ περισσότερο – καθόλου τρελός, όπως ίσως βάλεις με τον νου σου, ευγενικέ αναγνώστη,(10) παρά σπρωγμένος από έναν συνδιασμό περιέργειας, απληστίας, δίψας γιά περιπέτεια και – κυρίως – ανάγκης να ξεφύγει απ’ τη σκληρή ζωή που ζούσε ως τα τότε, έκαμε μιά ιδιότυπη, σιωπηλή συμφωνία με τον τρελό του κύριο, γιά να ζήσουνε μαζί την πιό ξακουστή ιπποτική ιστορία που έχει γραφτεί ποτέ στα χρονικά της Μάντσας.

«Ούτε η ψυχή σου ξέρει την υφή σου
κι είσαι το αίνιγμα άλυτο που πάει
σε φαντασίωση που νέα γεννάει
από το Σάντσο, το συγκρατητή σου».

Ο ιππότης μας ήταν παράφορα ερωτευμένος με κάποια χωριατοπούλα από ένα μικρό γειτονικό χωριουδάκι, το Τομπόσο, και μες στην τρέλα του πίστευε πως ήταν πριγκηποπούλα, κόρη κάποιου άρχοντα του χωριού - που το νόμιζε γιά πόλη σπουδαία, με τα τείχη της, τα κανόνια της και όλα της – και την έλεγαν Δουλθινέα. Εγώ δεν την είχα δει ποτέ – κι ούτε και ο αφέντης μου – και πολύ αμφιβάλω αν την λέγαν Δουλθινέα ή ακόμα αν στ’αλήθεια υπήρχε, μα εκείνος ορκιζόταν στον πλάστη του κόσμου και στα τέσσερα ευαγγέλια, εκεί που βρίσκονται ολόκληρα απ’ την αρχή ως το τέλος,(11) πως είναι το πιό όμορφο πλάσμα στην πλάση και πως τα μάτια της είναι ήλιοι και τα μάγουλά της τριαντάφυλα και τα μαλιά της καθάριο χρυσάφι και όλες τέλος πάντων αυτές τις ανοησίες που διάβαζε στις φυλάδες. Ορκιζόταν στο όνομά της με μία πίστη που καταντούσε βλάσφημη, όταν -μπαίνοντας σε μιά καινούρια μάχη- αντί να ζητήσει την βοήθεια του Θεού, έκαμε δέηση στη δέσποινά του, σάμπως νάταν η Αγία Μητέρα Του Κυρίου υμών.(12) Αλήθεια, η τρέλα του ήταν τόσο μεγάλη, που τον έκαμε κάποτε να πιστέψει την πιό εξωφρενική ιστορία που σκαρφίστηκε πότε ο αφέντης μου, χωρίς μεγάλη δυσκολία. Βαδίζαμε προς την μεγάλη πολιτεία του Τομπόσο γιά να λάβει ο γενναίος μας ιππότης την ευχή και την ευλογία της κυράς της καρδιάς του, όμως μας έπιασε η νύχτα και δεν μπορέσαμε να βρούμε το κάστρο της.(13) Έτσι, ο αφέντης μου αποφάσισε να αφήσει τον τρελό μας σε ένα σύδεντρο λίγο έξω απ’την πόλη και να πάει μόνος του να βρει την πριγκηπέσσα - αφού ήταν ο μόνος που την είχε ξαναδεί. Δεν τούφταιγε κανένας - εξόν απ’ το ξερό του το κεφάλι - έτσι όπως είχε μπλέξει τούτη τη φορά, γιατί παλιότερα είχε παίξει άσκημο παιγχνίδι στον κύριό του, ξεγελώντας τον, πως την είχε τάχα συναντήσει. Ενώ λοιπόν προχωρούσε πολύ συλλογισμένος, η τύχη τόφερε και αντίκρυσε τρείς χωριατοπούλες που πήγαιναν χασκογελώντας κατά τους αγρούς, καβάλα στα μουλάρια τους. Δεν έχασε καιρό, παρά έτρεξε και τούπε πως η Δουλθινέα του έρχεται να τον προύπαντήσει με την συνοδεία της, μες στα χρυσάφια και τα ασήμια - καταπώς αρμόζει σε μία πριγκήπισα. Το τι έγινε δεν περιγράφεται όταν ο δύστυχος ερωτευμένος αντίκρυσε αυτή την κακομούτσουνη αγρότισα, που ο αφέντης μου του πάσαρε γιά Δουλθινέα. Έμεινε ακίνητος σαν άγαλμα και καταριόταν την κακή του μοίρα – γιατί ο παμπόνηρος αφέντης μου του είχε βάλει στην άδεια του κεφάλα την γνώμη πως κάποιος μάγος, ορκισμένος εχθρός του, είχε μεταμορφώσει την δέσποινά του σε άσκημη εργάτρια. Εγώ μαζί με τον Ροθινάντε κρατάγαμε την κοιλιά μας απ’τα γέλια και νομίζω πως το ίδιο θάκανε και ο αφέντης μου αν δεν φοβόταν μήπως προδοθεί, μα εκείνος ο φουκαράς λίγο έλειψε να τρελαθεί απ’ το κακό του,(14) τόσο που στο τέλος τον λυπήθηκα. Ήταν πολύ παράξενο ζευγάρι οι δυό τους, λες και η τρέλα του ενός συμπλήρωνε την πονηριά του άλλου – τόσο, που κάποιες φορές νόμιζα πως και οι δυό μαζί μπορεί και νάκαναν έναν άνθρωπο κανονικό.

«Στοχαστικής μιάς ασκεψίας εικόνα,
αλλόκοτης συνήθειας μεγαλείο
δεν έλυσες και μες στο πανδοχείο
της περικεφαλαίας σου τον τελαμώνα,
παράδοξης απλότητας στοιχείο
και λογισμού συνθέτουν κολοφώνα».

Με αυτά και με τα άλλα περνούσαν οι μέρες μας εκεί, στις λαγκαδιές και στα βουνά της Μάντσας και παρά την πείνα και τις ματσουκιές που τρώγαμε – περισσότερο οι άνθρωποι και λιγότερο τα άλογα (15) – ήταν μέρες ωραίες, γεμάτες ανεμελιά και ελευθερία.
Και ενώ όλη την μέρα τριγυρίζαμε στα ρουμάνια ψάχνοντας γιά καινούριες περιπέτειες που θα ανάγκαζαν τους χρονικογράφους της Μάντσας να γράψουν με χρυσά γράμματα το όνομα του ιππότη μας δίπλα σ’αυτά του Αμαδίς και του Ρολάνδ, το βράδυ γύρω απ’ την φωτιά ή και χωρίς αυτήν, συνήθως νηστικοί, έπιαναν οι δυό τους την κουβέντα. Και τότε – σαν κάποιος μάγος να τους μεταμόρφωνε – ξεκινούσαν τις πιό σπουδαίες συζητήσεις που έχω ακούσει ποτέ μου από ανθρώπους. Μιλούσαν γιά τα πάντα, μα πιό πολύ γιά την αξία και την τιμή, γιά τον σκοπό του ανθρώπου σε τούτη τη ζήση. Πότε συμφωνούσαν και πότε διαφωνούσαν, μα πάντα άκουγαν ο ένας τον άλλο με μεγάλη προσοχή και οι απαντήσεις τους ήταν καλοζυγισμένες και ακριβείς.
Μιλούσε ο δον Κιχώτης γιά το δίκιο και την αρετή και λαμποκοπούσε ολόκληρος, λες και ο ίδιος ο βολικός (16) φύσαγε μέσα του την ιερή φωτιά της φλεγόμενης βάτου. Τον άκουγε ο πιστός του Σάντσο και απαντούσε με γνωμικά και παροιμίες, τόσο ταιριαστές στη συζήτηση, που έλεγες πως αν αυτοί οι δυό – ένας τρελός και ένας αγράμματος – μπορούν και βγάζουν τόσο συνετές και δίκαιες αποφάσεις τότε κανείς δεν πρέπει νάναι ούτε λογικός, ούτε γραμματιζούμενος παρά – σαν τους δυό τους – τρελός και αμόρφωτος. Σαν νερό που κελαρίζει έρεε ο Λόγος (17) απ’τα χείλη του σπουδαίου ιδαλγού και έμοιαζε πότε με ευγενικό ρυάκι που ξεδιψάει στο διάβα του τους σπαρμένους αγρούς της Ανδαλουσίας και πότε με το ορμητικό και βίαιο, αφρισμένο ρεύμα του Μεγάλου Ποταμού.(18) Και έλεγες κείνες τις στιγμές πως, όχι ένας Πάνθα, μα τεράστιοι στρατοί, μιλιούνια ιππότες με αστραφτερές φορεσιές ακολουθούν τούτον τον παράξενο άνθρωπο που τα μάτια του καίνε σαν κάρβουνα και ο Λόγος του σκορπάει τον νόμο των χωροφυλάκων και τον φόβο της Αγίας Αδελφότητας (19) σαν το άχυρο στους τέσσερεις ανέμους. Και απαντούσε ο Σάντσο με άμετρη γνώση και σύνεση και συμπλήρωνε τον φίλο του και κύριό του στα πάντα – και στα μικρά και στα μεγάλα – και τότε σαν να τους έβλεπα να ξεμακραίνουν οι δυό τους, ιπτάμενοι, ντυμένοι με το λαμπρό, αιώνιο φως της Ιστορίας των μελούμενων, ακολουθούμενοι από χιλιάδες άλλους κατοπινούς τρελούς, που – όπως αυτοί - δεν λογαριάζουν τον νόμο των πολλών παρά μόνο το Δίκαιο γιά όλους. Και όταν πιά τα μακριά δάχτυλα της Αυγής ξέγνεθαν τα πέπλα της Νύχτας και ο πετεινός σήμανε την στιγμή της παλιάς προδοσίας,(20) οι δυό τους κατέβαιναν ξανά στη γη και ξαναγίνονταν αυτό που ήταν πραγματικά – ένας τρελός και ένας χωριάτης.
Ναι, έτσι πέρασε η ζωή μας εκεί, στις στις ερημιές του Μον-ντιέλ. Και ήταν η καλύτερη ζωή που έζησα ποτέ – μα και θα ζήσω – γιατί, όπως ξέρουμε όλοι καλά, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, παράδεισος γιά τους γαϊδάρους δεν έχει ακόμα εφευρεθεί. Τέλος – γιατί γνωρίζω πως ήδη σε κούρασα αργόσχολε αναγνώστη – δεν ξέρω τι απέγινε ο ένδοξος δον Κιχώτης – γιά τον οποίο όλοι οι Μαντσέγοι συμφωνούν πως υπήρξε ο πιό πιστός ερωτευμένος και ο πιό γενναίος ιππότης που πέρασε ποτέ από κείνα τα μέρη – μα ούτε και πιστεύω πως μου χρωστάς χάρη γιά την γνωριμία σου μαζί του.(21) Όμως θέλω να με ευχαριστήσεις γιά την γνωριμία του σκουταριώτη του, του ξακουστού Σάντσο Πάνθα, που συγκέντρωνε – νομίζω – όλες τις χάρες της σκουταροσύνης (22) του παλιού καιρού.Ύστερα απ’αυτό, ο Θεός να σου δίνει υγεία και εμένα ας μην με ξεχνά.
Τέλος.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα