6. ΠΡΕΛΟΥΝΤΙΟ ΣΕ ΝΟΤΕΣ ΑΡΠΑΓΗΣ.

«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμήν!».

Κείνο το πρωινό, ο γαληνότατος δόγης Ενρίκο Ντάντολο, πήρε ένα δάχτυλο από τα δικά του κι έξυσε το μέτωπό του, και αυτό καταδικό του, να κατεβάσει ιδέα. Φόραγε κι όλας το κρεμεζί του ράσο το δόγικο, αρραβωνιάρης της θάλασσας, επίσημος, με δαχτυλίδι. Μύτη γαμψή και χαμογελαστός πάντα του, είχε μέσα του ριζωμένο βαθιά κείνο το δόγμα της πατρίδας του «σιάμι Βενετσιάνοι ε πόι Κριστιάνοι», που σημαίνει: «πρώτα κλέφτε και μετά κάντε το σταυρό σας καλού-κακού».
Με το ξύσιμο κατέβασε λοιπόν την ιδέα του, γιατί έτσι συμβαίνει. Στους δόγηδες κατεβαίνουν μεγαλοφυείς εμπνεύσεις και στους κοινούς ανθρώπους βουζούνια. Μετά, κάλεσε το Συμβούλιο των Δέκα στο παλάτσο Ντουκάλε, τους κάθισε καταντίκρυ του και μίλησε βαριά και τενορίστικα.
-Άρχοντες της Βενετίας και πάσης της Μεσογειακής θαλάσσης που είναι δικιά μας, Μάρε νόστρουμ, που θα πούνε κι αργότερα κάτι άλλοι, ο αγιώτατος πάπας Ιννοκέντιος νούμερο 3, μιά και οι σταυροφόροι μας δεν τα πάνε καλά κεί πέρα στους Αγίους Τόπους, αποφάσισε να προκηρύξει την Τέταρτη Σταυροφορία. Καθώς κατά που ξέρετε, την Ιερουσαλήμ δεν την έχουμε, αλλά έχουμε την Αίγυπτο. Λέει το λοιπόν ο άγιος πάπας ο Ιννοκέντιος νούμερο 3 –σηκωθήτε και χαιρετάτε ρε άμα τον αναφέρω- να κάνουμε τράμπα με το Ισλάμ. Να τους κάνουμε πάσα την Αίγυπτο και να πάρουμε την Ιερουσαλήμ, να μην αφήσει δέντρο γιά δέντρο, γιατί άμα τα κόψει θα πάρει τους κορμούς και θα τους μοσχοπουλάει γιά τίμιο ξύλο στα κορόϊδα της χριστιανωσύνης. Κι επειδή, ε, όσο νάναι κλέφτες και άρχοντες και από τους άλλους τους ψιλικατζήδες έχουμε δόξα τώ Αγίω Μάρκω μπόλικους στην Ευρώπη και τα περίχωρα, ανθρώποι δεν θα λείψουνε από την Σταυροφορία τούτη την καινούρια...Καπίσι;
-Καπίσι.
-Πάμε παρακάτου. Γιά να μεταφερθεί όμως όλη τούτη η αλητεία απέναντι, όσο νάναι χρειάζονται καράβια. Και τα καράβια, άρχοντές μου, τάχουμε μείς. Έτσι;
-Πολλά και καλά.
-Σκασμός. Ώρα το λοιπόν είναι να τα νοικιάσουμε και να τους περάσουμε καρσί. Κανονικά, θα πάρουμε τα ναύλα μας, θα κερδίσουμε ωραία και θα την αράξουμε στη Βενετία μας την φρεσκαδούρικη να οργανώνουμε φιέστες. Έτσι;
-Ζήτω!
-Σκασμός και εξακολουθώ. Αυτά είναι πράματα που τα κάνουνε οι κανονικοί άνθρωποι, οι κανονικοί έμποροι και οι κανονικοί πολιτικοί. Και τότε παίρνουνε ποσοστό τριαντατρία στα εκατό στις εκλογές και τους ίδιους τους παίρνει ο διάλος. Οι έξυπνοι όμως πολιτικοί και οι έξυπνοι έμποροι δεν κοιμούνται με όνειρα κούφια. Ποσώς. Τη γαζώνουν αλλιώς, κάνουν την καλπονόθευσή τους και βγαίνουνε από πάνω μεγάλοι και τρανοί. Κι επειδή τέλος πάντων κι εμείς, όσο να πεις, κλέφτες είμαστε και δε σηκώνει να πιαστούμε κώτσοι, να τώρα πως έχει η κατάσταση κάτω από τούτα τα καράβια, που πάμε να ναυλώσουμε.
-Το ύπουλο;
-Μπράβο, το ύπουλο. Η γαληνότατη δημοκρατία μας, αφέντες μου, ποτέ της δεν λογάριασε την Ρώμη και τον πάπα τον Ιννοκέντιο νούμερο 3 τον έχει γραμμένο το λιγώτερο στα παλιά της παπούτσια. Βεβαίως χτίζουμε εκκλησίες, κουβαλάμε τα λείψανα του Σαν Μάρκο από την Αίγυπτο, πάμε την Κυριακή στη «μέσσα», ανάβουνε λαμπάδες και κάνουνε τάματα, διότι τα τοιαύτα είναι απαραίτητα να κρατάνε το λαό σε μιά πειθαρχία. Ορθόν και απαραίτητο. Αλλά εξαρτήσεις και όρντινα από την Ρώμη δεν παίρνουμε, καπανταήδες είμαστε και ως φυσάει αρμενίζουμε. Εχτός κι αν λάχει τα συμφέροντά μας να είναι συμφέροντα και του πάπα, οπότε «δώστε μας το χεράκι σας και την παντουφλίτσα σας να την ασπαστούμε», έτσι γίνεται.
-Εύγε μας.
-Ξανά σκασμός. Κι όπως είναι γνωστό, εδώ στην Ιταλία, είμαστε δα δυό μεγάλες δυνάμεις ναυτικές που τρωγόμαστε. Εμείς στην Αντριάτικα και η Τζένοβα, ανάθεμά την, στην Τυρενάϊκα... Κανονικά, λοιπόν, έπρεπε εμείς να έχουμε με το μέρος μας την Ανατολή και η Τζένοβα τη Δύση. Έτσι έχουνε τα χαρτιά κι έτσι γίνεται. Η Τζένοβα όμως δεν είναι εν τάξει και να της το πείτε. Είδε ότι απ’την Ανατολή είναι το πολύ εμπόριο και το μεγάλο αλισιβερίσι κι άρχισε να μας κολάει στα δικά μας τα νερά και να μας κολάει άσκημα.
-Ανάθεμά τη!
-Μερσί. Γκράτσιε τάντε... Στην Ανατολή πάλι είναι ένα άλλο αναθεματισμένο βασίλειο, αυτοκρατορία αποκαλείται, τρομάρα της, που κι αυτό μας κάνει κόνξες. Οι Βυζαντινοί...
-Άπιστα σκυλιά...
-Μένα θα μου πεις! Οι Βυζαντινοί λένε κι αυτοί ότι είναι κριστιάνοι, τρομάρα τους, ορτοντόξοι, τρομάρα τους, κι έχουνε ταράξει στη νηστεία και στην μπαγασιά... Καμμιά σχέση δεν έχουνε με τους πούρους κριστιάνους, όπως είμαστε εμείς –το Σταυρό σας ρε!- τους αγαθούς και τους ακολουθούντας τας προσταγάς του Κυρίου –ματά το Σταυρό σας, παρακαλώ. Και το κυριώτερο –σιγά μη μας ακούσουνε- έχουνε και πολύ πλιάτσικο στον τόπο τους.
-Σι!
-Σιξ και ξερός. Εξακολουθώ κι όποιος με διακόψει θα τον βγάλω έξω και θάρθει τη Δευτέρα με τον κηδεμόνα του. Ο πάπας Ιννοκέντιος νούμερο 3 που λέτε –σηκωθήτε, χαιρετήστε, καθήστε- πάντα πνευματικός ηγέτης και επιβλέπων επί του ποιμνίου του –μη γελάτε κτήνη!- σκέφτεται πολύ λογικά. Γιτί να μην πάρουμε το Βυζάντιο με το μέρος μας και να το κάνουμε αληθινό χριστιανικό κράτος παρά να τόχουμε κει πέρα πεπλανημένο να χάνεται μέσα στη μαύρη μαυρίλα; Τάβαλε λοιπόν έτσι, τάβαλε αλλιώς, φώναξε και τους αρχηγούς της τέταρτης σταυροφορίας και τους ξηγήθηκε σπαθί: «Περνώντας γιά τους Αγίους Τόπους, δρόμος σας είναι, ρημάχτε και το Βυζάντιο, δε χάνουμε τίποτα. Και μπόλικο χρυσάφι και πλιάτσικο έχει η δουλειά και χριστιανικώς να πούμε καλώς πράττομεν, αφού όσο να πεις κάνουμε βέρους κριστιάνους αυτούς τους αιρετικούς». Και τα παιδιά που όσο νάναι, ληστές είναι δεν είναι παρθένες, το τάξανε, «έννοια σου άγιε πάτερ κι έχουμε να ληστέψουμε και να σφάξουμε με την ψυχάρα μας».
-Μπέλλο!
-Λορέντζο Αλφιέρι μη μιλάς, θα σε βάλω να γράψεις πενήντα φορές «άβε Μάρκο ευαγγελίστα μέϊ»...Με διακόπτετε και χάνω τον ειρμό. Οι Βυζαντινοί είναι, όπως όλοι οι Ρωμιοί, ένας θαυμάσιος λαός που έχει το προτέρημα να τρώγεται και να μαλώνει μεταξύ του. Ο αυτοκράτοράς του λεγόταν Ισσαάκιος Άγγελος ο Β, μάπας κατά το μάλλον και ήττον και ένα πρωί τον έπιασε ένας αδελφός του, ο Αλέξιος ο Γ, του λέει «δεν κάμνετε γιά αυτοκράτορας καθό όρνιο» και τον έδιωξε από τον θρόνο αφού προηγουμένως τούβγαλε και τα μάτια, γιατί άμα δεν σου βγάλει τα μάτια ο αδερφός σου, ποιός θα στα βγάλει; Κι αυτό μεν δεν μας ενδιαφέρει, αδέρφια είναι, ότι θέλουνε ας τα κάνουνε τα στραβά τους. Ο Αλέξιος όμως, μπαγάσας εκ κατασκευής, άρχισε να ευνοεί την Τζένοβα.
-Νο!
-Ναι, ρε παιδιά. Τι, ψέματα θα σας πω; Άμα η Τζένοβα λοιπόν πάρει προνόμια στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, εμείς παθαίνουμε ζημιά, δεν παθαίνουμε;
-Κολοσσάλε!
-Σας παρακαλώ, δεν θέλω στο συμβούλιο λέξεις απρεπείς που αρχίζουνε με τις δυό πρώτες συλλαβές απ’αυτές που είπατε...Το συμφέρον μας λοιπόν, ποιό είναι; Να πατήσουμε εμείς με τις δυνάμεις μας τα νερά.
-Σινιόρ σι!
-Μπένε. Ας έρθουμε τώρα στο οικονομικό. Όπως είναι γνωστό οι περισσότεροι σταυροφόροι μαζεύονται από την Γαλλία. Φλάντρα, Καμπανία, Τουλούζη, όλ’αυτά τα μέρη μαζεύουνε κάτι ληστές να γλείφεις τα δάχτυλά σου...Κατάφερε μάλιστα ο βασιλιάς της Φράντσιας, να τους πάρει με το μέρος του και να γίνει ένας κουμανταδόρος όλων των σταυροφοριών, αφού οι άρχοντες των Αγίων Τόπων είναι πάντα δικοί του. Ούτω πως, κάρι αμίτσι, και τώρα μαζευτήκανε πάλε από το μέρος εκείνο, και μας ήρθανε στη Βενετιά μας με τα φουσάτα τους γιά να τους περάσουμε με τα καράβια μας απέναντι...
-Ε, να ετοιμαζόμαστε...
-Μάλιστα,αλλά λεφτά γιά ναύλα δεν έχουνε...
-Δεν έχουνε;
-Παιδιά, θα σας πω μιά λοβιτούρα να φύγετε από τα ρούχα σας. Ο κόμης της Τουλούζης, μάζευε τα λεφτά γιά τα ναύλα ολονών των σταυροφόρων. Τα μάζευε, τάγραφε ταχτικά να μην πέσει όξω στους λογαριασμούς, τα έκρυβε μην τα χάσει στο ζάρι και έστελνε πινάκια και μαντατοφόρους. «Τα ναύλα τάχουμε και ότι ώρα θέλουμε φεύγουμε». Οι άλλοι άρχοντες σου λέει «εν τάξει είμαστε από εισιτήρια να πάμε στη Βενετιά να μπαρκάρουμε». Τι κάνει τώρα ο κόμης της Τουλούζης;
-Κόζα φα;
-Κάνει ότι θύμωσε, μαζεύει τους δικούς του, μπαρκάρει από τη Γαλλία κι άφησε τους άλλους σταυροφόρους ξέμπαρκους εδώ πέρα...
-Α τον κερατά!
-Σσσς, ντροπή. Ένας κόμης δεν μπορεί ποτέ νάναι κερατάς. Ένας κερατάς μπορεί νάναι κόμης. Ο Τουλούζης έκανε κι άλλο λογαριασμό. Σου λέει «άμα πάω πρώτος θα φάω εγώ το καλό μερτικό». Καλά κάνει πολιτικώς και να σταματήσουν αι ηθικαί εξάρσεις...
-Ναι, αλλά εμείς από που θα πληρωθούμε;
-Σταθήτε. Έχουμε κι άλλα. Όλοι τούτοι τώρα οι μεγάλοι σταυροφόροι με τα φουσάτα τους μαζευτήκανε τώρα εδώ στη Βενετιά και απένταροι όπως είναι θ’αρχίσουνε σε λίγο να μας κάνουνε ζημιές. Σκέφτηκα λοιπόν, σήμερα το πρωί να τους κάνω μιά πρόταση.
-Κόζα;
-Απέναντι, ρε παιδιά, στην ακτή της Αδριάτικα είναι η πόλη της Ζάρας. Κι όπως ξέρετε αυτή η Ζάρα αρχίζει να μας μπαίνει στο ρουθούνι τον τελευταίο καιρό με κάτι ρεμπελιά που μας κάνει. Να την πολεμήσουμε εμείς οι Βενετσιάνοι δεν γίνεται, θα φάμε και χρήμα και χρόνο και ανθρώπους και φθορά μεγάλη θάχουμε γενικώς. Θα φωνάξω, λοιπόν, τους αρχηγούς των σταυροφόρων. «Κύριοι. Λεφτά δεν έχετε. Κάντε μιά δουλειά να σας κάνουμε κι εμείς τη δική σας. Πολεμήστε, πάρτε τη Ζάρα, δώστε τη μας και μεις σε αντάλαγμα θα σας κάνουμε τα ναύλα από δικά μας».
-Συμφέρει;
-Τι λες, ρε κορόϊδο; Εκτός δηλαδή που θα την πάρουνε χωρίς να σκοτιστούμε εμείς, θα φύγουνε από πάνω μας. Θα χαρτζιλικωθούνε με το πλιάτσικο. Θα τους περάσουμε με τα καράβια μας και προ παντός θάχουμε το ναυτικό μας ακμαίο και θα το κρατήσουμε δικό μας στην Ανατολική Μεσόγειο. Θα μπλεχτούνε με το Βυζάντιο και με το Ισλάμ και δεν θάχουμε αντίδραση. Χώρια που θα κόψουμε και τα γόνατα της Τζένοβας.
-Της Τζένοβας;
-Ακούστε και τ’άλλο. Ο γιός του στραβού του Ισαάκιου ήρθε στον πάπα. «Κύριε πάπα», του ξηγήθηκε. «Βοηθήστε με με τους σταυροφόρους να διώξω τον Αλέξη τον Γ που μας πήρε την αυτοκρατορία υπούλως, να ξανακάνω αυτοκράτορα το μπαμπά μου τον γκαβό που είμαι κληρονόμος του, κι εγώ θα φροντίσω από την άλλη μεριά να ενωθούμε όλοι μαζί σας και να μας κάνετε κουμάντο εσείς». Άρα τι γίνεται; Οι σταυροφόροι θάχουνε μιά ηθική αφορμή, ν’αποκαταστήσουνε τον αδικηθέντα αυτοκράτορα στον θρόνο του. Μεγαλείο πρόφαση γιά να βάλουμε χέρι στο Βυζάντιο. Άμα το καταλάβουνε, ο Ισαάκιος είναι με το μέρος μας. Σύμμαχος πιά θα τους κάνει πέρα τους Γενοβέζους. Δικιά μας η θάλασσα αφού οι σταυροφόροι δεν έχουνε πλοία. Είναι ή δεν είναι μεγαλείο το σχέδιο;
-Μπράβοοοοο!
-Σας αρέσει;
-Μόλτο!
-Ψηφίστε το. Ρε σεις! Δεν θέλω ποσοστό. Θέλω ολοκληρωτική ψήφο. Πέστε οτί είσαστε στρατιώτες και ψηφίζετε μονοκούκι...Εξηγημένοι;


Αυτή είναι η αφετηρία της Τέταρτης Σταυροφορίας που έφαγε το Βυζάντιο και την Ελλάδα ολόκληρη...Πάει η Ζάρα με προδοσία –κάστρο χωρίς ρουφιάνο δεν παίρνεται, λέι η φράγκικη παροιμία- να, μπαρκάρανε τα παιδιά από τη Ζάρα γιά να μην ξαναγυρίσουνε στη Βενετιά, να και φτάσανε στην Πόλη, να και την πολιόρκησαν από στεριά οι Φράγκοι και από θάλασσα οι Βενετοί, να και τόσκασε ο Αλέξιος από το Σκουτάρι κρυφά να πάει στην Ανατολή, να και μπήκανε μέσα οι Φράγκοι, να και κλέψανε ότι βρήκανε, να και πήρανε από την φυλακή τον στραβό τον Ισαάκιο και τον ξαναβάλανε στο θρόνο...
-Κύριε αυτοκράτορα, του είπανε, βεβαίως ιμπεράτορας είσαι και θα κουμαντάρεις τον τόπο σου καλά και ωραία, αλλά με μιά συμφωνία. Πριν κάνεις οτιδήποτε θα συμβουλεύεσαι εμάς, τις δυνάμεις κατοχής.
-Κύριοι, αποκρίθηκε ο Ισαάκιος, άρχοντες, φίλοι κι αδελφοί μου, φτιάνεται εσείς τα διατάγματα κατά πως τα θέλετε κι εγώ να τα βουλώνω με τη βούλα.
Τότε πετάχτηκε στη μέση ο γιόκας του.
-Ρε μπαμπά, είπε, όλα καλά και άξια, αλλά εσύ δε βλέπεις ούτε να πας προς ψιλού σου. Δεν αφήνεις να με κάνουνε εμένα βασιλιά τούτα δω τα καλόπαιδα και να σ’έχω και σένα στα ώπα-ώπα, πούσαι και άρρωστος άνθρωπος;
Ο Ισαάκιος το σκέφτηκε το πράμα.
«Άμα του πω όχι, θα δεις το άτιμο παιδί που θα μου την στήσει και θα πάθω χειρότερα από τα πρώτα. Ας τον κάνω να τρώω τουλάχιστο το ταούκ κιουκσού μου ήσυχος».
Και τα κορόϊδα οι σταυροφόροι στέψανε, λίγο αργότερα το γιό αντί του πατέρα.
Ο Αλέξιος όμως ήτανε παιδάκι τσίφτης και δεν σήκωνε νάχει στην κεφάλα του κηδεμόνες. «Βεβαίως μας βοηθήσανε οικογενειακώς, βεβαίως φερθήκανε εντάξει, αλλά γιά να κάνουνε τη δουλειά τους και να μου κηδεμονεύουνε την αυτοκρατορία. Πάει τώρα εγώ θεματοφύλαξ των παραδόσεων του Έθνους, να τους το δώσω να το κουμαντάρουνε οι ξένοι; Ή να κάνω τεμενάδες στον πάπα; Ο σκοπός είναι να τους διώξουμε αυτούς τους κυρίους να πάνε στη δουλειά τους να μην μου ζαλίζουνε τον κλήδωνα».
Από την άλλη μεριά οι Φράγκοι την αράξανε καλά και ωραία στην Πόλη κι αρχίσανε τις απαιτήσεις:
-Μας δίνετε, παρακαλώ;
-Τι πάλι;
-Να, και το χαρτζιλικάκι μας θέλουμε, και τα τρόφιμά μας θέλουμε, και γυναικάκια γιά τα παιδιά θέλουμε, και κρασάκι, διότι το πίνουμε, θέλουμε, τι θέλουμε, δε ζητάμε και τίποτα.
-Καλά ρε παιδιά, εσείς δεν είπατε ότι θα πάτε στη Συρία στους Αγίους Τόπους;
-Τόπαμε.
-Δεν είπατε ότι θα μας βοηθήσετε και θάμαστε σύμμαχοι και θα σας τσοντάρουμε κι εμείς;
-Τόπαμε.
-Δεν είπατε ότι μόνο αυτό επιζητείτε εν ονόματι του χριστιανισμού και του δικαίου και της ανωτερότητας και δεν πρόκειται να μου γίνετε ταγάρι;
-Τόπαμε.
-Ε, γιατί δεν φεύγετε;
-Διότι μπαίνει χειμώνας και μεις θα φύγουμε τον Μάρτη.
Στέναξε ο νεαρός αυτοκράτορας. «Μέχρι την άνοιξη αυτοί θα μας έχουνε φάει και τα κατώφλια». Και πλήρωνε. Και όσο πλήρωνε, τόσο ζητάγανε οι «σύμμαχοι» και κάνανε και κάτι ντου και ρημάζανε τα πλούσια τα σπίτια και αρπάζανε τις γυναίκες στους δρόμους μέρα μεσημέρι και μαχαιρώνανε κι όποιον έκανε να τους μιλήσει, γενικά δηλαδή δείχναν διαγωγή κοσμιωτάτη. Ο Αλέξιος αλλοιθώριζε. Ο λαός γκρίνιαζε.
-Σκυλόρατσες του κερατά...
Ο Αλέξιος όμως, έξυπνος, πιάνει μιά μέρα με το μαλακό τους αρχηγούς και τους ξηγιέται:
-Ρε κύριοι, δω μέσα γίνονται επεισόδια. Δεν βγάζουμετο στρατό όξω απ’τα τείχη να μη μαζευόμαστε πολλοί και πιάσουμε τσιμπούρια;
Από δω τους είχε, από κει, με κάτι προμήθειες και κάτι στρατόπεδα που έχτισε απ’όξω, τους κατάφερε. Μπαίνανε βέβαια μέσα οι ξένοι, τα κάνανε λαμπόγυαλο, αλλά τέλος πάντων, δεν ήτανε και τόσοι μαζωμένοι. Κάπως λιγότεροι.
Οι αρχηγοί όμως των σταυροφόρων που βλέπανε πλούτη και χρυσάφι πολύ, σκεφτήκανε πονηρά.
-Άσκημα κάναμε που βάλαμε αυτοκράτορα και δεν τα κρατήσαμε όλα να τα φάμε. Πρέπει να τα ξαναπάρουμε.
-Πως;
-Στάσου να δεις.
Φωνάζουνε κάτι παιδάκια λέρες, τους δίνουνε εντολές και βγήκανε τα παιδάκια στην Πόλη με άδεια εξόδου μετά δημοσίων θεαμάτων. Ήτανε καμμιά τρακοσαριά, μπουκάρανε, μεθύσανε, δήθεν, αρχίσανε το σαματά και στο τέλος βαλθήκανε να κυνηγάνε τις γυναίκες.
Πιάσανε κάνα δυό κοπέλες να τις βρωμίσουνε, ξεσηκώθηκε ο κόσμος.
-Που είσαστε ρε; Στου πατέρα σας το τσιφλίκι;
-¨Αντε χαθείτε.
-Κάτου τα ξερά σας από τα κορίτσια μας.
-Ρε άντε από κει, παλληκαράδες...
Ζωχαδιαστήκανε οι Βυζαντινοί, τους βάζουνε χέρι, μαλώνουνε πολύ, γίνεται μαχαίρωμα και τέτοια, τους καθαρίζουνε. Ο Αλέξιος έμαθε το κακό, σου λέει «κάναμε ζημιά, θάχουμε πόλεμο», κλείνει τις καστρόπορτες.
Οι Φράγκοι θορυβηθήκανε. Κάνανε κάνα δυό εφόδους, δεν τα βολέψανε και μαζευτήκανε όλοι απέναντι και μιά δεν μπορέσανε να μπούνε μέσα στη Βασιλεύουσα, βάλανε χέρι στα περίχωρα. Ρημάξανε όλο τον τόπο, μέχρι την Αδριανούπολη, πήγαιναν, ερχόντουσαν, κλέβανε και καλοπερνάγανε με την ιδιότητα του προδοθέντος.
Μέσα στην Πόλη τα πράματα πήρανε άλλη τροπή. Πρώτα-πρώτα ο Ισαάκιος ο στραβός βάσταγε με το μέρος των Φράγκων. Ο γιός του ετοιμαζότανε να τους πολεμήσει. Ο λαός χωρίστηκε. Οι μισοί λέγανε να παραδοθούνε, οι άλλοι μισοί να πολεμήσουνε. Χάος.
Απάνω σ’αυτή την αναμπουμπούλα νάσου και ξεπετάγεται ένας συγγενής του Ισαάκιου, ο Αλέξιος Ε ο Μούρτζουφλος. Κάτι συνομοτεί, κάτι από δω, κάτι από κει, αρπάζει πονηρά τον νεαρό αυτοκράτορα, τον σκοτώνει και ανακηρύσεται μόνος του αυτοκράτωρ. Και γιά να τονώσει τη θέση του με το εθνικό συναίσθημα κηρύτει: «Έξω οι Φράγκοι».
Αλλά με ποιόν να τους διώξει που ήτανε ανάστα ο Κύριος το μαγαζί;
Μάθανε οι Φράγκοι την κατάσταση, επιτίθενται. 12 Απριλίου του 1204 ήτανε που μπήκανε μέσα και πιάσανε και τον καινούριο αυτοκράτορα, τον Μούρτζουφλο. Τον στήσανε πάνω στην κολώνα του Θεοδόσιου και τον πετάξανε κάτω.
Πάει το Βυζάντιο, πάει κι όλη η Ελλάδα με τα τρία της Θέματα στα χέρια τους. Κακομοίρα και βασανισμένη η ηπειρωτική Ελλάδα, άλλαξε αφέντες. Έπεσε στην αρπαγή που λέγεται Φραγκοκρατία κι από δω και πέρα αρχίζει η ιστορία μας.


Νίκος Τσιφόρος. (Εμείς και οι Φράγκοι).

Εκδόσεις Ερμής.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα