2. ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΕΙ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΟΥ.

Ο Κίμωνας βοηθούσε τον Ρέλο να φτιάξει το πάτωμα του σπιτιού του. Ήταν ένα ωραίο, δρύινο πάτωμα και πολύ το καμάρωναν –ήδη από την αρχή της τοποθέτησης. Το Κατερινάκι μπήκε με καφέδες και τοστ.
-Καλημέρα μαστόρια, είπε χαμογελώντας. Κάντε ένα διάλειμα.
-Μάστορας είναι ο κώλος της κατσίκας, της απάντησε ο Κίμωνας, γεμάτος γκρίνια.
-Γιατί;
-Γιατί τα κάνει όλα ίδια.
-Τι έχει αυτός; Γιατί γκρινιάζει πρωί-πρωί;
-Άστον Κατερίνα, είπε ο Ρέλος. Προσπαθεί να κόψει το τσιγάρο και είναι όλος νεύρα.
-Εγώ είμαι όλος νεύρα; Εγώ που στόμα έχω και μιλιά δεν έχω; Τι να σου πω τώρα και σένα. Παράτα το τσιγάρο και ανέβα πάνω να κάνουμε μισής πεντάρας δουλειά. Άντε μπράβο. Που απ’το πρωί δεν έχουμε προχωρήσει καθόλου. Που βάζουμε τρεις τάβλες και κάνεις διάλειμα γιά τσιγάρο. Πάφα πούφα απ’το πρωί. Πρεζάκιας είσαι; Και ‘συ, αν δεν θες τίποτα άλλο, τη βόλτα σου. Μας καθυστερείς.
-Δεν θα μου πεις εσύ. Ήρθα να δω τον άντρα μου.
-«Ήρθα να δω τον άντρα μου. Το στεφάνι μου», κορόιδεψε ο Κίμωνας. Στάλεγα εγώ: οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι παντρεμένοι με τους παντρεμένους! Τώρα καλά να πάθεις! Κάτσε σπίτι, να μετράς τα κουρτινάκια. Μπάζο!
-Καλά κρασά. Ανισόροπε, είπε η Κατερίνα και γύρισε στον Ρέλο. Μωρό μου, πήραν τα παιδιά. Λένε να έρθουν.
-«Μωρό της», να μην έρθουν. Καθόλου δεν θέλω να τους δω. Άντε και μ’αυτούς. Τους «εναλακτικούς»! Που κάνουνε καριέρα με τα Ανθρώπινα Δικαιώματα!
-Τι σε έχει πιάσει; Είναι φίλοι μας!
-Ακριβώς επειδή είναι φίλοι μας. Ο Γιάννης λέει: αν δεις έναν μεθυσμένο στον δρόμο και δεν τον ξέρεις, τον προσπερνάς. Αν τον ξέρεις, -αν είναι φίλος σου- του δίνεις μιά μπουνιά.

*

Ο Δημοσθένης έκλεισε την βαριά μαντεμένια πόρτα. Το πλοίο σφράγισε. Ήταν το δεύτερο ταξίδι του. Μεταφέρανε σκραπ από το Σαν Φρανσίσκο στη Γιοκοχάμα. Ετοιμάστηκαν γιά τον κυκλώνα.

*

Έφυγε απ’την χώρα. Πέρασε τα σύνορα κρυφά, με χίλιες προφυλάξεις από ένα, κάπως πιό αφύλαχτο σημείο. Οι γείτονές του, τον κυνηγούσαν με τις μανσέτες. Είχε καταφέρει να τους ξεγελάσει παριστάνοντας τον νεκρό, ανακατεμένος σε ένα σωρό πτωμάτων. Μέσα στο σωρό, είδε γιά τελευταία φορά την γυναίκα του. Ζούσε ακόμα. Με κομένα τα χέρια και τα πόδια, αιμοραγώντας ακατάσχετα, περίμενε να πεθάνει. Τα μεγάλα μαύρα μάτια της, τον κοίταξαν, γεμάτα ικεσία. Εκείνος, καθυστέρησε μερικά πολύτιμα δευτερόλεπτα. Έσκυψε και την φίλησε στα μάτια. «Γειά σου αγάπη μου», της είπε και βύθισε το μαχαίρι του βαθιά στην καρδιά της.

*

Μπήκανε στο σπίτι-αρχηγείο του Ηλία. Ο Γιάννης άνοιξε την τηλεόραση.
-Άλλαξε κανάλι αμέσως!, είπε ο Κίμωνας, έτοιμος γιά καυγά.
-Θέλω να δω την ΑΕΚ.
-Τι λες βρε μπάζο, που παίζει η Λίβερπουλ και εσύ θες να δεις την ΑΕΚ. Γύρνα το αμέσως!
-Καλά σου λέει, συμφώνησε και ο Ηλίας.
-Αφού είμαι ΑΕΚ.
-Και εγώ είμαι ΑΕΚ, συμπλήρωσε ο Σπύρος.
-Και εγώ είμαι τεκετζής σε τούρκικους τεκέδες, είπε άγρια ο Κίμωνας. Υπονοηκοί. Χούλιγκανς. Δηλαδή εγώ που είμαι Ολυμπιακός, πρέπει να είμαι ευχαριστημένος που αυτά τα καφενεία νικάνε τον Εργοτέλη και πηγαίνουν στην Ευρώπη και τρώνε εξάρες;
Έτσι θα αλάξουν τα πράγματα; Έτσι θα δούμε καλό ποδόσφαιρο στην Ελλάδα; Τι ωραία! Με τα υπόλοιπα του Παναθηναϊκού και όλους τους τελειωμένους και προβληματικούς της Ευρώπης, που έρχονται στην Ελλάδα να πάρουν σύνταξη;
-Και τι να κάνουμε; Αφού οι άλλοι, οι καλοί, κοστίζουν. Ένας της Μπαρτσελόνα κάνει όσο όλο το ελληνικό πρωτάθλημα. Και η Ελλάδα είναι μικρή χώρα. Δεν έχει τέτοιο αγοραστικό κοινό.
-Μωρέ τι μας λες; Τότε οι Ολλανδοί τι έπρεπε να πούν; Όμως, κοίτα τον Άγιαξ! Βγαίνει ο προπονητής και λέει: «γιά πέντε χρόνια πρωτάθλημα γιόκ. Θα φτιάξουμε ομάδα». Και παίζουν οι πιτσιρικάδες μπάλα και χαίρεται η ψυχή σου. Και σε πέντε χρόνια, τσακ, η Κούπα.
Ο Γιάννης ο Καβούρης, ο Ηλίας ο Μπαντ Μασίν-Ντάλτον, ο Σπύρος ο Μίστερ Λονγκ και ο Κίμωνας ο Ατελής. Η Λέσχη των Τιποτένιων.
-Άλλαξέ το σου λέω, βάλε την Λίβερπουλ, που είναι σαν να βλέπω μπάλα σε σλόου μόσιον!
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα η Γιώτα, η αδερφή του Ηλία.
-Καλώς το Γιωτάκι, είπε ο Κίμωνας. Τι μας έφερες; συμπλήρωσε, βλέποντας την ψιλόλιγνη σιλουέτα, πίσω της.
-Η φίλη μου η Πηνελόπη, απάντησε εκείνη.Τα μάτια του Κίμωνα χαμογέλασαν πονηρά.
-Και αφού εσύ είσαι η Πηνελόπη, εγώ είμαι ο Κανένας, άρχισε να την φλερτάρει δίνοντάς της το χέρι του.
-Ευτυχώς, γλιτώσαμε την γκρίνια. Θα δούμε την ΑΕΚ, ψιθύρησε ο Σπύρος στον Γιάννη συνομωτικά.

*

Ο κυκλώνας τους χτύπησε σαράντα μίλια έξω απ’το λιμάνι. Τεράστια κύματα σηκώθηκαν μπροστά τους και το καράβι, μία χάνοτανε στα βάθη της αβύσου και μία σηκώνοταν ψηλά, στον ουρανό, καβαλώντας τις ράχες των υδάτινων βουνών.
-«Όλοι οι κυκλώνες έχουν γυναίκεια ονόματα», μουρμούρησε ο Δημοσθένης, με ποιητική διάθεση. Ήταν πολύ μικρός –δεκαεφτά χρονών- και δεν ήξερε τίποτα από κυκλώνες –πιθανόν ούτε από γυναίκες. Ήταν η πρώτη του φορά. Οι παλιοί ναύτες –που ήξεραν- κλαίγανε και τάζανε στον Άη Νικόλα. Το καράβι μπήκε στον εξωτερικό κύκλο.

*

Ο Εναλακτικός Δημοσιογράφος ανέβηκε στο πόντιουμ να παραλάβει το βραβείο του.
-Είναι μεγάλη μου τιμή, είπε. Ευχαριστώ τον κύριο Μακήθ, το Κανάλι και όλους εσάς που εκτιμήσατε την προσπάθειά μας. Αλλά, ας μην ξεχνάμε και τα παιδιά της Αφρικής, που ζούν πολύ κάτω απ’το όριο της φτώχειας. Που δεν έχουν πόσιμο νερό. Που πεθαίνουν απ’την πείνα. Ευχαριστώ.
Ο Μακήθ –το Γρήγορο Μαχαίρι- άρχισε να χειροκροτάει. Μαζί του, χειροκρότησαν και οι υπόλοιποι –ο Παρουσιαστής, ο Πρωθυπουργός, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος με την Γυναίκα του, ο Κριτικός Κινηματογράφου, η Γλάστρα, ο Δημοσιογράφος (ο απλός, των «παραθύρων»), ο Εκδότης, ο Σκηνοθέτης, ο Φύλαρχος, όλοι. Ο Εναλακτικός Δημοσιογράφος παρέλαβε το βραβείο.

*

-Επιτέλους ημίχρονο, γκρίνιαξε ο Κίμωνας. Θα παίξουμε ένα;
-Στήστα, απάντησε ο Γιάννης.
Η Πηνελόπη ήρθε απ’την κουζίνα.
-Θα παίξετε σκάκι; Ωραία.
-Μην μου πεις πως παίζεις σκάκι;
-Παίζω, αλλά όχι καλά.
-Ας παίξουμε ένα παιγχνίδι. Αν κερδίσεις, θα μου ζητήσεις ότι θες. Αν χάσεις, θα σου κάνω το τραπέζι.
-Ότι θέλω;
-Ότι θες.
-Εντάξει.
Ξεκίνησαν την παρτίδα. Ο Κίμωνας έπαιζε επιθετικά.
-Με πιέζεις, είπε εκείνη.
-Εννοείς ότι σου πέφτω βαρύς;
-Ναι.
-Τότε θα είμαι από κάτω.
Τον κοίταξε και χαμογέλασε.
«Μου αρέσουν οι άντρες που έχουν χιούμορ», είπε η Τζένη, πέρα, από το μεγάλο πάλκο και το τραγούδι ξανάρχισε.

*

Ο άνεμος με ταχύτητα εκατόν είκοσι μιλίων, ξύριζε το μεγάλο φορτηγό, αφαιρώντας του οτιδήποτε υπήρχε στο κατάστρωμα. Φουγάρα, αεραγωγοί, σχοινιά, σωσίβιες λέμβοι, παρασύρθηκαν στη θάλασσα. Από την γέφυρα, έβλεπαν έντρομοι τα τεράστια κύματα, που είχαν το μέγεθος οχταόροφης πολυκατοικίας. Ο Δημοσθένης, κοίταξε τον καπετάνιο, που, όρθιος στη μέση της γέφυρας, έδινε διαταγές στον τιμονιέρη.
-Γιατί πηγαίνουμε στο κέντρο του κυκλώνα καπετάνιε;
-Ο μόνος τρόπος να τη σκαπουλάρουμε. Στο κέντρο έχει νηνεμία, του απάντησε ο Καπετάν Κάποιος Σαλπάρει.

*

-Ζηλεύεις, γιά αυτό τα λες αυτά, του είπε ο Ρέλος. Ο Κίμωνας έγινε μπαρούτι.
-Τι λες βρε μαλάκα; Μήπως ζηλεύω και το ωραίο, φωτεινό σου σπίτι;
-Εντάξει, είπα μαλακία. Όμως, έχεις άδικο. Τα παιδιά κάνουν καλή δουλειά.
-Καλή δουλειά; Καλή δουλειά κάνουμε όλοι. Όμως, είναι άλλο πράγμα να βάζεις πάτωμα και άλλο να διαμορφώνεις την κοινή γνώμη. Από την μία, «το παίζουν» έξω απ’το σύστημα –ενάντια. Από την άλλη –με πρόσχημα τη διαφορετικότητα- πουλάν την μουσική της Αφρικής –ακριβά- στους ευρωπαίους. Αγοράζουνε φτηνά –γιατί η Αφρική, όπως και η Λατινική Αμερική παλιότερα, είναι φτηνή αγορά, λόγω του χαμηλού κόστους- και πουλάνε ακριβά. Πρώτος κανόνας του καπιταλισμού, αγορά-ζήτηση, -τα ξέρεις, μη στα λέω. Τι κάνουνε λοιπόν γιά να πουλήσουνε; Φωνάζουν τους Διαφημιστές και φτιάχνουν μόδα. Και να! Μας προκύπτει ξαφνικά η «world music». Ίσωμα. «Ήρθε το τρακτέρ και όργωσε». Τα κονομάνε –στήνουν «έθνικ» συναυλίες με εξήντα ευρώ εισιτήριο- και έχουν και την «έξωθεν καλή μαρτυρία», ότι τάχα βοηθάν να ακουστεί και η φωνή του τρίτου κόσμου. Κατάλαβες; Πουλάνε και επανάσταση από πάνω.
-Μιλάς εσύ, είπε η Κατερίνα, που είσαι στριμένος και μαγκούφης, και δεν μοιράζεσαι την γνώση σου με κανένα.
-Και γιατί να την μοιραστώ; Με βοήθησε κανείς να την αποκτήσω; Να ανοίξετε κάνα βιβλίο να διαβάσετε να ξεστραβωθείτε, που τόχετε ρίξει στην τηλεόραση και στα ώπα και βίβα. Ο άλλος δηλαδή είναι μαλάκας που κάθεται μόνος του στη Λάρισα και ξημεροβραδιάζεται διαβάζοντας; Σιγά μην σας σκεπάσω και στα κρεβατάκια σας!
-Εμένα μου αρέσει που το παίζω το παιγχνίδι. Και να πηγαίνω στα μπαράκια μου αρέσει, και να ψωνίζω τα ωραία μου ρούχα, και να βγαίνω γιά φαγητό με τις φίλες μου, και να οδηγώ καλό αυτοκίνητο...
-Ναι, αλλά εσύ είσαι λαμόγιο, διαπλεκόμενη και –τουλάχιστον- βγαίνεις και το λες. Δεν πουλάς επανάσταση. Και καλά κάνεις, που πλουτίζεις τους μπράβους της νύχτας πληρώνοντας οχτώ ευρώ το ποτό –ενώ όλο το μπουκάλι κάνει δέκα- και καλά κάνεις που ενισχύεις την εκμετάλευση των ανηλίκων σε όλο τον κόσμο –πληρώνοντας αυτά που ράβουν εννιάχρονα παιδιά στην Ινδία και στο Μεξικό εκατό φορές πάνω- και καλά κάνεις που οδηγείς μιά μαούνα –τέσερεις χιλιάδες κυβικά- να πας να πιείς καφέ στο Κολωνάκι, αλλά μετά μην λες πως ενδιαφέρεσαι γιά την ρύπανση του πλανήτη και τις «εφτά αδελφές» που καταστρέφουν το δέλτα του Νίγηρα. Βλέπε την Γλάστρα στην τηλεόραση –πούχει και ωραία βυζιά. Και όσο γιά τις φίλες σου, να μου γνωρίσεις και μένα καμία, να βγούμε μαζί γιά φαγητό, μήπως και γαμήσω και εγώ. Και θα προτιμούσα να έχει κάνει και παιδιά, γιά να μην με ταλαιπωρεί και μένα, «μπες έτσι, βγες αλλιώς, κάνα παιδάκι θα κάνουμε;». Μπάζο!
-Είσαι τρελός! Μηδενιστής!
-Είμαι ο πιό λογικός άνθρωπος που έχεις γνωρίσει ποτέ. Και ο Μηδενισμός είναι ολόκληρο κίνημα. Μην χρησιμοποιείς λέξεις που δεν ξέρεις τι σημαίνουν!

*

Είχε έρθει γιά την διάσκεψη του ΟΗΕ. Περήφανος, ευθυτενής, φορώντας την πολύχρωμη κελεμπία του και το αφρικάνικο καφτάνι στο κεφάλι –τα ρούχα της πατρίδας του. Τους άκουσε όλους –ώρα πολλή. Όταν ήρθε η σειρά του, σηκώθηκε και τους κοίταξε –όλους- ένα γύρω.
-Θα μιλήσω στο όνομα της χώρας μου, είπε. Και νομίζω πως πολλές άλλες χώρες της Αφρικής θα συμφωνήσουν μαζί μου. Δεν θέλουμε την «φιλανθρωπία» σας. Δεν θέλουμε τα περισεύματά σας, ούτε τα αποφάγια σας, ούτε να σταματήσετε να ζείτε όπως σας αρέσει. Δεν ζητάμε καν απ’τους λευκούς αποζημίωση που απομυζούν την γη μας τόσους αιώνες. Το μόνο που ζητάμε είναι να φύγετε όλοι και να μας αφήσετε να ήσυχους, να ζήσουμε όπως εμείς θέλουμε -και ξέρουμε.
Το δέρμα του έλαμψε κάτω απ’τα φώτα της πολυτελέστατης αίθουσας –σαν έβενος.

*

Ο Κίμωνας έπαιζε υπεροπτικά και γρήγορα. Μέσα στην αλαζονική σιγουριά του, έκανε λάθος κίνηση. Η Πηνελόπη απάντησε, με μία ακόμα λάθος κίνηση.
Ο Κίμωνας, της πήρε το τελευταίο πιόνι και την άφησε μόνο με τον βασιλιά. Εκείνος, είχε τον βασιλιά του και έναν πύργο.
-Τέλος, είπε ο Γιάννης, που παρακολουθούσε το παιγχνίδι.
Ο Κίμωνας κοίταξε τα σκούρα μάτια της.
-Το κορίτσι παίζει καλύτερα, είπε, όμως σήμερα ήθελε να χάσει.
Εκείνη χαμογέλασε. Άρωμα ανθισμένης νεραντζιάς πλημύρισε το δωμάτιο. Απ’το ανοιχτό παράθυρο μπήκε η άνοιξη.

*

Καθόντουσαν στο κιόσκι, στην ταράτσα του κτιρίου. Ήταν ένα ίδρυμα γιά κακοποιημένα παιδιά, που, κάποιος «φιλάνθρωπος» αμερικάνος είχε «στήσει» εκεί, στην καρδιά του Πορτ-ο-Πρενς, της πρωτεύουσας της Αϊτής. Είχαν -γιά μιά ακόμα φορά- ξεσπάσει ταραχές και τα αμερικάνικα ελικόπτερα πετούσαν χαμηλά στον αφέγγαρο ουρανό, αθέατα, με σβυστά τα φώτα.
-Σαν να είμαστε στον παράδεισο μέσα στην κόλαση, είπε ο Εναλακτικός Δημοσιογράφος.
-Ναι, απάντησε η Εναλακτική Παραγωγός. Χαλάλι τα λεφτά που δίνουμε.
Έδιναν εξήντα δολάρια την μέρα –ποσό που ξέφευγε λίγο απ’το μπάτζετ τους. Η συμφωνία περιλάμβανε –εκτός από τον ύπνο- τρία γεύματα ημερησίως και πλύσιμο των ρούχων τους –υπηρεσίες που παρέχονταν από τα φιλοξενούμενα παιδιά, που, κατά την διάρκεια της διαμονής τους στο ίδρυμα, δούλευαν και παράληλα μάθαιναν γράματα και μουσική.
Ο Εναλακτικός Οπερατέρ σηκώθηκε να πάει τα πιάτα στην κουζίνα.
-Άστα, θα τα μαζέψουν τα «νομιστεράκια», είπε η Εναλακτική Παραγωγός.

*

Ακολουθούσαν τον κυκλώνα, ταξιδεύοντας στο κέντρο του. Το πρωί, η καταστροφική του μανία εξασθένησε. Ο Γραματικός μέτρησε τα μίλια. Βρισκόντουσαν εκατόν τριάντα μίλια μακριά απ’το λιμάνι. Βγήκαν στο κατάστρωμα. Ένας γελαστός ήλιος «έριξε την φτυσιά του στα πρόσωπά τους» -ως θάλεγε και ο ποιητής. Το καράβι ήταν πιά γυμνό απ’την αρματωσιά του –έμοιαζε περισότερο με πλατφόρμα, ένα χαμηλό, σιδερένιο νησί στην μέση της θάλασας. Ο άνεμος και τα κύματα είχαν αφαιρέσει την μπογιά από ολόκληρο το πλοίο.
-Κοίτα το, μουρμούρησε με δέος ο Δημοσθένης, σκούριασε ολόκληρο μέσα σε δέκα ώρες.
-Δεν έχεις ξαναπέσει σε κυκλώνα, ε; Να λες πάλι καλά, του απάντησε ο Κριστομπάλ.
Το καράβι έβαλε πάλι ρότα γιά την Γιοκοχάμα.

*

-Φεύγουμε, είπε η Γιώτα και άνοιξε την πόρτα. Η Πηνελόπη την ακολούθησε.
-Μου χρωστάς, της είπε ο Κίμωνας.
-Θα τα βρούμε, του απάντησε εκείνη και οι μακριές της βλεφαρίδες χαμογέλασαν.
Ο Χέρμπι, ξεκίνησε να παίζει το Hang up your hang ups, με τον Τζάκο στο μπάσο.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα