7. Η ΜΠΑΝΤΑ.

Ο Τζάκο ο Τσιγγάνος μπήκε στο μπαρ. Κάθησε στο ψηλό σκαμνί, κοίταξε γύρω τους θαμώνες και παρήγγειλε. Ο μπάρμαν του έφερε την παραγγελία –ουίσκι σκέτο.
Δεν έδειχνε και στις καλύτερες του. Το αίμα είχε ξεραθεί πάνω στα καστανόξανθα μαλιά του και το πουκάμισό του ήταν κατακόκκινο.
-Με τι ασχολείσαι; του έπιασε κουβέντα ο μπάρμαν.
-Παίζω μουσική, απάντησε εκείνος.
-Αα, είσαι μουσικός.
-Όχι. Παίζω μουσική, ξανάπε εκείνος.

*

Δεν κάπνιζε, ούτε έπινε. Πρόσεχε πολύ όταν περνούσε τους δρόμους. Φοβόταν τα αυτοκίνητα. Φορούσε πάντα ζώνη. Κάθε απόγευμα αγόραζε απ’το μπακάλικο της γειτονιάς ένα μπουκάλι μπύρα –ένα μόνο. Καθόταν στα σκαλιά της πολυκατοικίας και κοιτούσε τον κόσμο που περνούσε. Ξεκινούσε παράξενες συζητήσεις, γιά τα άστρα, γιά τις μαύρες τρύπες και την μουσική. Πάντα έλεγε: «θα φτιάξω μιά μπάντα, που όμοιά της δεν θα έχει ξανακουστεί. Θα λέγεται The World».Ο Ευαγγελιστής. Δεν τούμαθε κανείς να παίζει. Έμαθε μόνος του, ακούγοντας την μουσική των Doors. Ο ήχος του, ακουγόταν σαν χορωδία αγγέλων που τραγουδάν ανακατεύωντας τα καζάνια της κόλασης. Ποτέ δεν μιλούσε γιά τον εαυτό του. Όμως τάλεγε όλα με το όργανο.
-Θα φτιάξουμε ένα στούντιο, να γράφουμε μουσική, είπε μιά μέρα.
-Ναι, θα φτιάξουμε ένα στούντιο.
Έμενε με την μητέρα και τον αδερφό του –πλούσια οικογένεια πούχε ξεπέσει. Ένα βράδι –ήταν μόνος στο σπίτι, οι άλλοι είχαν πάει σε μιά θεία- κρέμασε ένα σεντόνι στην πόρτα και ανέβηκε στο σκαμνί. Ήταν Αύγουστος.
Έγινε νεκροψία. Στην κηδεία –μετά δυό μέρες- είχε αρχίσει να μυρίζει. Κάποιος απ’τους συγγενείς –ανυποψίαστος- πέταξε μιά κουβέντα.
-Αμαρτία, είπε ο παπάς. Δεν τον λειτουργώ.
Η μάνα του έβαλε τα κλάματα. Ικέτευε τον παπά. Ο αδερφός του έτρεξε να βρει χαρτί απ’το νεκροτομείο. Τον θάψανε την επόμενη μέρα.

*

Περπατούσε στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Έβρεχε. Το κουρελιασμένο παλτό του είχε γίνει μούσκεμα. Δεν είχε χαρτιά, δεν είχε ταυτότητα, κανένα αποδεικτικό στοιχείο, τίποτα. Κουβαλούσε μόνο το σαξόφωνό του. Περπατούσε σκυφτός, γιά να φυλαχτεί απ’το κρύο. Είχε μέρες να φάει, όμως δεν τον ένοιαζε. Τίποτα δεν τούλειπε, -ούτε καν η γυναίκα του και τα παιδιά του – τίποτα εκτός απ’την πρέζα. Κατουρήθηκε.
-Κοίτα τον, είπε κάποιος περαστικός, τρέμει σαν σπουργίτι.
Μπήκε στο υπόγειο μαγαζί –στο στέκι των νέγρων. Οι τρεις μουσικοί ετοιμάζονταν. Ανέβηκε στο πάλκο. Ξετύλιξε το σαξόφωνο απ’τα κουρέλια. Στήλωσε τα πόδια στο πάτωμα. Το –σχεδόν δύο μέτρα- μπόι του ξεδιπλώθηκε –μέχρι τον ουρανό. Άγγιξε με τα δάχτυλα τα κουμπιά. Το σαξόφωνο άρχισε να ξαναφτιάχνει τον Κόσμο.
«Αυτά είναι μερικά απ’τα πιό αγαπημένα μου πράγματα», είπε ο Μπερντ.

*

Ένα εκατομύριο κόσμος είναι από κάτω. Και όλοι έχουν έρθει να δουν αυτόν. Στέκει στην μέση της σκηνής –και γύρω του, οι Μπλου Φλέιμς. Έχει κλειστά τα μάτια. Η μπάντα παίζει τον εθνικό ύμνο. Εκείνος, παίζει ότι βλέπει -τα Flashing Lights -φάροι, που του δείχνουν το δρόμο σε αυτό το «ταξίδι» του στον Κόσμο.
-Παίζω αυτό που βλέπω. Παίζω αυτό που Είμαι.
Θα βάλει φωτιά στην κιθάρα. Γονατιστός, τα χέρια θα υψώσει, με τις παλάμες του στραμένες στα άστρα. Η φλόγα του θα φτάσει ως τον ουρανό.
«Γυναίκα που λαμπάδιασε –σαν άχυρο», θα πει ο Ποιητής, εκεί, στο προαύλιο του αβαείου -μπροστά στο πτώμα του παπά.

*

-Χρειαζόμαστε ντράμερ. Τον καλύτερο, θα πει η Τζένη ακουμπισμένη στην ξύλινη κάσα. Και, γρήγορος –σαν θάνατος- της Ταργκοβίστα ο Σκοτεινός Αφέντης θα κατέβει να τον φέρει.
Ο Μπίλι θα καβαλήσει το εντούρο μηχανάκι του και θα περάσει τον μεγάλο δρόμο –προσεκτικά- με, στα δεξιά του, πράσινο φανάρι. Αριστερά θάναι σταματημένα αυτοκίνητα –στο κόκινο υπακούωντας. Και δεξιά -στο άλλο ρεύμα- ο οδηγός του αμαξιού, το κόκινο –νομίζει- θα προλάβει. Και ο Σήκρετ Έητζεντ, την τελευταία Γκίνες του θα πιεί, εκεί, στην μπάρα του Δουβλίνου.
«Φεύγω», θα πει, «με περιμένουνε».
[Έτσι θα γίνει.]
-Τα στήνουμε; θα πει στον Μπίλι ο Σκοτεινός Ιππότης και το κατάμαυρο άλογο θα ρουθουνίσει φλόγα.
-Τα στήνουμε, θα πει και ο Μπίλι και την γκαζιά θα σκάσει και φωτιά θα πάρει η μηχανή του –όμοια ουρά κομήτη, χαρακιά θα κάνει στο κατάλευκο πάνω μάγουλο της Σελήνης. Και η μαύρη μπέρτα του Ιππότη θα ανεμίσει και θα γίνει νύχτα -πάνω απ’τις πόλεις των Ανθρώπων.

*

«Ο θάνατος μας κάνει αγγέλους. Μας κολάει φτερά στους ώμους και μπορούμε και πετάμε».

Η μπάντα είναι έτοιμη. Και ο Κύριος Μότζο Ράισιν στέκεται στη μέση του πάλκου, φορώντας δερμάτινο –από τομάρι από αγένητο πουλάρι- παντελόνι.
-Βλέπω βρέφη μωρά, με ξυραφιές στις κόρες των ματιών τους, θα πει η Τζένη.
Και η μουσική θα αρχίσει. Και εκεί, πάνω στο γύρισμα της φλεγομένης ρόδας, κανείς δεν θάναι τίποτα. Και θάναι τα άστρα περισσότερα και απ’τον ουρανό της Κοπεκγχάγης. Και θα σκιστεί στη μέση το σεντόνι [γιατί τι άλλο από σεντόνι είναι -που κρύβει γύρω μας το φως- ο ουρανός, και τα άστρα -από σκώρου δάγκωμα- τρύπες μικρές στο μαύρο το σεντόνι;] και φως θα ξεχυθεί από παντού.
-Μας λείπει το μπάσο, θα ξαναπεί η Τζένη.

*

-Και τι όργανο παίζεις; ξαναρώτησε ο μπάρμαν.
-Μπάσο, απάντησε ο Τζάκο –ο Τσιγγάνος.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα