8. Η ΛΥΠΗ ΚΑΙ Η ΛΗΘΗ.

-Ξέρεις τι θάκανα αν ήμουν στην ηλικία σου;
-Τι;
-Θα καβάλαγα ένα καράβι. Όχι φορτηγό –πιά ξεφορτώνουν γρήγορα- ούτε γκαζάδικο. Κοντεϊνεράδικο. Να μένει στα λιμάνια. Θάβγαινα βόλτα. Χωρίς να με ξέρει κανείς, χωρίς να ξέρω κανέναν. Θα πήγαινα όπου με πήγαινε το καράβι. Μιά περιπέτεια ακόμα.
-Καινούρια λιμάνια;
-Καινούρια λιμάνια. Να δω τι έχει παρακάτω, στην παρακάτω πόλη.
-Στη Βάρνα;
-Στη Βάρνα. Και μετά, Αυστραλία. Δεν έχω πάει κατά κει.
-Μπα; Πως και σου ξέφυγαν αυτά τα μέρη;
-Ε, έτυχε.
-Δεν υπάρχει τύχη φίλε μου.
-Έτσι λες;

*

Μπήκε στο μαγαζί. Ο κυρ-Στάθης δούλευε την ταμειακή μηχανή. Ο Γιώργος ήταν πίσω απ’ τον πάγκο. Τον κοίταξε στα μάτια. Ντράπηκε. Δεν ήξερε τι να του πει –και έτσι δεν μίλησε.
-Ο Νίκος;
-Δεν είναι εδώ.
-Καλά, θα περάσω αργότερα.
Ο Γιώργος χαμογέλασε.
-Άκουσα το τραγούδι, είπε. Μου αρέσει το φλάουτο.
Δεν τον ξανάδε.

*

Περπάτησαν μέχρι την παλιά μονοκατοικία, μέσα στο στενάκι.
-Θυμάσαι τον δρόμο; τον ρώτησε.
-Ναι, απάντησε ο Κωστής. Ξέρω να έρθω.
Ήταν άνοιξη. Η γειτονιά είχε αλλάξει, όμως η μυρωδιά ήταν ακόμα ίδια. Ανθισμένα λουλούδια νερατζιάς.
Κοίταξε γύρω. Πολυκατοικίες υψώνονταν εκεί που άλλοτε υπήρχαν χαμήλα σπίτια.
«Κοίτα να δείς!», σκέφτηκε. «Έκλεισα τα μάτια μου γιά μιά στιγμή και όλα άλλαξαν».
Περπατήσαν μέχρι την πλατεία. Το καφενείο είχε κλείσει –πολλά χρόνια τώρα.
Εκεί που καθόντουσαν παλιά, -εκεί που ήταν οι καρέκλες- είχαν φυτέψει γκαζόν.
Στην θέση της μεγάλης μαρμάρινης σκηνής –που από κάτω έκανε πρόβες η φιλαρμονική του Δήμου- τώρα υπήρχε ένα συντριβάνι. Γύρω του παίζαν μπάλα τα παιδιά.
Μιά γυναίκα με μαντήλα καθόταν στο παγκάκι –στο ίδιο παγκάκι που συνήθιζε να κάθεται και εκείνος πριν πολλά χρόνια.
-Τι σε πληγώνει περισσότερο; τον ρώτησε ο Κωστής.
-«Τα παιδάκια που παίζουν στο ανοιξιάτικο δείλι», του απάντησε.

*

Μπήκε στο μπαρ. Την περίμενε. Είχε δεκάξι χρόνια να την δει. Φορούσε στρατιωτικό τζάκετ και ήταν κουρεμένη «με την ψιλή».
-Σε πήραν φαντάρο; την ρώτησε.
-Περίπου. Ήμουν στη Γάζα.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια και δεν μίλησαν. Είχε περάσει πολύς καιρός, δεν ξέραν από που να αρχίσουν.
-Θα πιούμε ένα συντρόφισα;
-Ένα γιά τον δρόμο.

*

Οι δυό φίλοι καθίσαν στο μικρό καφέ, στο κέντρο της πόλης.
-Έτσι θα γίνει. Θα φτιάξουμε κάτι που θα τουμπάρει την κατάσταση, θα ανατρέψει το κατεστημένο.
-Και μετά;
-Μετά, θα γίνουμε εμείς κατεστημένο.
-Χμ.

*

Ο Κίμωνας ανέβηκε στο ξύλινο πάλκο. Πήρε την κιθάρα του –που είχε ολοκαίνουριες χορδές- την ακούμπησε στο δεξί του πόδι και κοίταξε κάτω τον κόσμο. Μαζί του ανέβηκε ο Κώστας. Δεν είχαν παίξει ποτέ ξανά μαζί. Δώσαν τα χέρια και αγκαλιάστηκαν.
-Καλώς σε βρήκα αδερφέ. Τι θα παίξουμε;
-Κάτι έχω στο μυαλό μου.
Ο Κώστας έπαιξε τις πρώτες συγχορδίες.
-Θυμάσαι;
Του Κίμωνα του φάνηκε ότι σκοτείνιασε. Του φάνηκε ότι το φως χανόταν, συμπυκνωνόταν σε ένα πιό σκούρο φως –σαν κάτι να το ρουφούσε. Ο Χώρος άρχισε να παραμορφώνεται μπροστά στα μάτια του. Ξαφνικά, δεν ήταν στη σκήνη του μπαρ στο κέντρο της Αθήνας, αλλά σε κάποια παραλία του Λαυρίου, βράδυ με πανσέληνο. Τους έβλεπε όλους καθαρά, κάτω από το φως της Σελήνης του Σεπτέμβρη, εκεί, στην αμμουδερή παραλία, να παίζουν το τραγούδι σε μιά παράξενη εκτέλεση.
Οι νότες ανακατεύονταν με τον ήχο της γενήτριας και το παφλασμό των κυμάτων.
Ο αέρας φυσούσε απ’τον νότο και έφερνε στη στεριά την ανάσα της θάλασας.
Χελιδονόψαρα –«πνιγμένου δαχτυλίδι»- πετούσαν κατά μήκος του χρυσού δρόμου που έφτιαχνε με το φως της η Σελήνη, στη μέση του νερένιου κάμπου. Παράξενα γενήματα της φαντασίας του, ήταν όλοι εκεί και παίζαν το ίδιο τραγούδι, ξανά και ξανά, μέχρι το τέλος του Χρόνου.

*

Του τηλεφώνησε απ’το Λουξεμβούργο.
-Από όταν αρώστησε ο πατέρας μου, κανένας δεν με περιμένει.
-Τι ώρα έρχεσαι;
-Μεσάνυχτα.
-Θα είμαι έκει.

*

Περπάτησαν μέχρι την εκκλησία, εκεί, στην κεντρική πλατεία του Σάντο Ντομίνκο -της πρώτης πόλης που φτιάξαν οι Ισπανοί στην Αμερική.
-Πόσο κοστίζει μιά φιλία; τον ρώτησε.

*

Το τραγούδι τους παίζοταν παντού. Σε όλα τα ραδιόφωνα, σε όλα τα μπαρ, σε όλη τη χώρα.
Ο Παραγωγός τους κάλεσε στο γραφείο του.
-Ακούστε με καλά, είπε. Αγόρασα το συμβόλαιό σας. Από τώρα και στο εξής θα κάνετε ότι λέω εγώ. Και σ’όποιον δεν αρέσει, τη βόλτα του.
Του γύρισαν τα μάτια ανάποδα. Σαν νάγινε έκρηξη μες στο κεφάλι του –είδε αστράκια. Σαλτάρησε πάνω απ’το κρύσταλο του τραπεζιού και άρπαξε τον παλιό του φίλο –τον Παραγωγό- απ’τον λαιμό.
Οι άλλοι πέσαν πάνω του. Του κράτησαν τα χέρια, τον σταμάτησαν.
-Ησύχασε. Τι σημασία έχει;

*

Πέρασε συρμάτινες χορδές στην κλασική κιθάρα –γιά καλύτερα. Και εκεί, κάτω από την μεγάλη τέντα της Κατασκήνωσης, άρχισε να παίζει το τραγούδι.
Την κοίταξε με τα γαλάζια μάτια του.
-Θα με μάθεις και μένα να παίζω; την ρώτησε.
-Έχω γενέθλια σήμερα. Πες μου χρόνια πολλά, του είπε εκείνη.
Η Άγνωστη. «Γριά που μόλις έκλεισε, σήμερα τα δεκάξι».

*

Ο Γιάννης Αγιάννης κύλησε το καροτσάκι του μέχρι το καφενείο. Εκεί, τον περίμεναν οι άλλοι. Περπάτησαν όλοι μαζί ως την μικρή γέφυρα, που χώριζε τις δύο γειτονιές. Την πέρασαν με κάποια δυσκολία –γιατί ενώ είχε υπολογιστεί στο φάρδος γιά πεζούς, κανένας δεν είχε σκεφτεί τα καροτσάκια. Φτάσαν στο στούντιο –στην μεγάλη μονοκατοικία με τον κήπο. Μπήκαν στην αίθουσα. Κούρδισαν τα όργανα και ξεκίνησαν να παίζουν το τραγούδι. Ο Γιάννης τραγουδούσε καθισμένος στο καροτσάκι του. Κρατούσε την γκλίτσα του, που πάνω της ήταν δεμένο -με μονωτική ταινία- το μικρόφωνο.

*

Μαζεύτηκαν στην πλατεία.
-Τι θα κάνουμε με τον μαλάκα;
-Δεν ξέρω.
-Εγώ όμως ξέρω. Θα αλλάξουμε το όνομα –γιά να μην μας δεσμεύει το συμβόλαιο- και θα πάμε σε άλλη εταιρία.
-Αυτό δεν γίνεται. Το όνομα είναι η μπάντα.
-Η μπάντα είμαστε εμείς! Εγώ, με το μαλάκα δεν συνεχίζω. Σιγά μην κάτσουμε να μας γαμήσει κιόλας. Άστον, να κρατήσει το όνομα, να δούμε τι θα το κάνει!
-Αυτό θάναι κακό γιά το συγκρότημα. Και το συγκρότημα είναι πάνω από όλους.
-Μαλακίες!
-Αν διαφωνήσεις «θέτεις εαυτόν εκτός», του είπε ο παιδικός του φίλος –που το κρυφό του όνομα ήταν Παναγιώτης.

*


-Πως είναι λοιπόν τα πράγματα;
-Όπως τα βλέπεις. Αλήθεια, πως τα βλέπεις;
-Σαν νάμαι σε ένα σκοτεινό τούνελ και στο βάθος του, να τρεμοπαίζει ένα φωτάκι.
-Έχεις σκεφτεί ποτέ, ότι μπορεί να είναι κόκκινο φως κινδύνου;

*

[Το ασημένιο τρένο τον παίρνει μακριά απ’την Αίγινα. Μόνος μες στο βαγόνι, πίνει μπύρα και καπνίζει. Και από τον κάμπο τον Θεσαλικό μέχρι του Λιβυκού το ξερονήσι, από του Όρεγκον τις πεδιάδες ως της Ελένης της Ωραίας το νησάκι –την Κρανάη-
έναν-έναν τους μαζεύει. Ξέρει ότι πολύ καιρό δεν έχει. Και βιάζεται. Και με το ασημένιο τρένο πάντα τρέχει, -από τα μαγεμένα Πλάτη του Ίππου ως τους Βρυχώμενους Σαράντα- τον Άρχοντα Χρόνο να προλάβει. Και ενώ ο ένας –μέσα από πάτο μπουκαλιού- ακολουθάει την Φλογισμένη Ρότα συναθροίζοντας την Λέσχη, ο άλλος, στου μαυρόπλωρου σκαριού το μεσιανό κατάρτι, σπίρτο ανάβει -γιατί αυτό είναι το σημάδι- και καλεί τους δαίμονες –το πλήρωμα της Τζένης.
Στο κάλεσμά του, ο Πούκι –ο Βουντού της Δαχομέης- ζωσμένος φίδια, απ’τα βουνά των μάγων ξεκινάει -και ο γέρο Λέκμπα δρόμο του ανοίγει να περάσει.
Ντυμένος με τομάρι λύκου ο Βλίκι Ντλάκα, τα χέρια απλώνει και διαλύεται μέσα στη Νύχτα -και απ’την Μπίστριτσα πετάει στην Ταργκοβίστα.
Στο κάλεσμά του, η σκοτεινή Λιλήθ –δαιμονικό πνεύμα γυναίκας- παρέα με την Εύα, ξεπροβάλει από τα βάθη της Αβύσου.
Απ’του Καυκάσου την κορφή –που Αλεμούτ τη λένε- ο Γέρος του Βουνού στέλνει τα χαιρετίσματα στης Μέκκας τον Σείχη –με μπουφλίκι.
Και ο κοκινόμαλος θεός του κεραυνού απ’την Υπερβορεία, τα σιδερένια γάντια του φοράει και στο ένα χέρι του κρατάει το μαγικό σφυρί του, και στό άλλο καταιγίδες- μέρα Πέμπτη.
Μέσα από μουσικό κουτί -κλειστό από παντού- πετάγεται –κακού θεού τεχνούργημα- η Πανδώρα.
«Γρήγορο θάνατο εύχομαι σε σας και τα παιδιά σας», λέει παγερά ο γέρο Σειληνός –του Διόνυσου ο ακράνης- και κοκινίζει η ράχη της Σελήνης.
Ψηλά, στο Ιερό Νεμρούτ, ο Βασιλιάς-Θεός το λιόγερμα αγναντεύει, παρέα με τους Φύλακες –Πάνθηρα και Γεράκι.
Και το καράβι έβαλε ρότα τη Σελήνη. Και ανάμεσα σ’Αυτήν και στο καράβι στέκει –ωχρή, ντυμένη στα λευκά- των Ποιητών η Μούσα. Και εκείνος –που ψάχνει την Βασίλισα Λέξη του Κόσμου- μετράει με τον εξάντα του τα μάκρη, και της Κόλασης το αστέρι κατεβάζει].

-Δεν είναι ακόμα ώρα, λέει η Τζένη.

*

-Γιατί έφυγες τόσο νωρίς; θα τον ρωτήσει.
-Δεν ήθελα να ακούσω το τραγούδι, θα απαντήσει εκείνος.




Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα