3. ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΙΙΙ.

Έφυγα από το Σιγκέτ μία Τετάρτη τις τέσσερεις το απόγευμα. Έφτασα στο Μπράσοφ στις πέντε το πρωί. Ο σταθμός ήταν άδειος, μόνο μία παρέα αστέγων μοιράζονταν μιά μπύρα ακουμπώντας στον τοίχο. Μου ζήτησαν ένα τσιγάρο. Τους άφησα όλο το πακέτο. Το τρένο γιά Βουκουρέστι ήταν στις έξι το απόγευμα και –αφού είχα χρόνο- αποφάσισα να πάω στην Σιγκισοάρα. Πήρα το τρένο των 05.45. Στις 09.10 το πρωί, το τρένο σταμάτησε σε έναν σταθμό στη μέση του πουθενά, που λέγεται Izvoru Oltului. Καθώς περίμενα να ξεκινήσει, ένας υπάληλος του σιδηρόδρομου με πλησίασε.
- Τι κάνετε εδώ;
- Περιμένω να ξεκινήσει το τρένο.
- Το τρένο αυτό κάνει τέρμα εδώ. Θα φύγει στις 12.30 γιά Μπράσοφ.
- Άλλο τρένο;
- Δεν υπάρχει άλλο τρένο. Που θέλετε να πάτε;
- Στη Σιγκισοάρα.

Μπήκα σε ένα μπακάλικο-παμπ –το μοναδικό κτίριο που υπήρχε στην περιοχή εκτός από τον σταθμό.
Πήρα μία μπύρα και κάθησα σε έναν ξύλινο πάγκο στην αυλή, κάτω από μία τεράστια καρυδιά. Σε λίγο, ο σιδηροδρομικός με πλησίασε. Κρατούσε ένα χαρτί με σημειώσεις.
- Τα δρομολόγια γιά Σιγκισοάρα, γιά Μπράσοφ και γιά Βουκουρέστι. Από που είσαι;
- Από την Ελλάδα. Τι ώρα είναι;
- 10.20. Δεν έχεις ρολόι;
- Όχι.
-Και πως ταξιδεύεις αφού δεν ξέρεις την ώρα;
- Την ξέρεις εσύ, σε ρωτάω, μου λες και έτσι ξέρω και εγώ.
- Πάρε, είπε και μου έδωσε το ρολόι του, ένα αδιάβροχο, κινέζικο ψηφιακό ρολόι, με χρονόμετρο.
- Δεν μπορώ να σου πάρω το ρολόι, του είπα σαστισμένος.
- Πάρτο, είπε με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό του. Εσύ ταξιδεύεις. Η γυναίκα μου έχει άλλα δύο, στο σπίτι.
Έμεινα κάγκελο. Ο τύπος με ήξερε είκοσι λεπτά και μου χάρισε το ρολόι του. Δεν ήταν βέβαια ένα Ρόλεξ, αλλά ήταν το ρολόι του, το ρολόι που φορούσε φεύγοντας γιά την δουλειά. Το βούλωσα και πήρα το ρολόι.

Στις 12.36 ανέβηκα στο τρένο. Έφτασα ξανά στο Μπράσοφ στις 16.30. Πήρα το τρένο των πεντέμιση γιά Βουκουρέστι. Έφτασα στις εννιά το βράδυ. Το τρένο γιά Σόφια είχε φύγει στις 19.30. Κοίταξα στον πίνακα ανακοινώσεων. Στις 22.00 είχε τρένο γιά Βελιγράδι. Έφαγα ένα χοτ-ντογκ και ανέβηκα στο τρένο. Το ίδιο το ταξίδι, σαν πρόσωπο με φυσική υπόσταση, είχε ήδη αποφασίσει γιά μένα.

Βουκουρέστι-Βελιγράδι. Πέρα, δώδεκα ώρες δρόμο με το τρένο, ο Αιρ Κομμάντερ με περίμενε, ακροπατώντας στις κεραμιδένιες στέγες των σπιτιών της Βίνκα.

Περάσαμε τα σύνορα στις 08.20. Έλεγχος διαβατηρίων. Μία βλοσυρή αστυνομικίνα με ρώτησε πόσα λεφτά έχω μαζί μου.
-Γιατί; την ρώτησα απορημένος.
-Θέλω να ξέρω.
-Είκοσι ευρώ και τριακόσιες χιλιάδες ρουμάνικα λέι.
Με κοίταξε καχύποπτα.
- Ξέρετε, τα λέι δεν περνάνε στη Σερβία, μου είπε.
- Όχι, δεν το ξέρω.

Μπήκαμε στο Βελιγράδι από τις ανατολικές γέφυρες, εκεί που ενώνεται ο ποταμός Σάβα με τον Δούναβη. Από ψηλά, η πόλη φαινόταν μαγική, λουσμένη στο λαμπρό φως του ήλιου. Τα δύο ποτάμια συναντιώντουσαν στη μέση της, χωρίζοντάς την στα τρία. Φορτωμένες μαούνες πηγαινοέρχονταν, μεταφέροντας ξυλεία και άλλα εμπορεύματα.
Στις καταπράσινες όχθες, πλωτές μπυραρίες και εστιατόρια ετοιμάζονταν γιά την κίνηση της μέρας.

Βγήκα από τοτρένο και κατευθύνθηκα στις πληροφορίες του σταθμού, ενός βαλκανικού σταθμού, ήσυχου και άνετου. Εκεί, έμαθα πως μπορώ να αλάξω μόνο ευρώ σε σέρβικα δηνάρια, και η τράπεζα που συνεργάζεται με την Αμέρικαν Εξπρές είναι η τάδε.
Βγήκα και στην είσοδο του σταθμού έπεσα πάνω σε έναν ταξιτζή.
- Θες να σε πάω κάπου;
- Όχι, ευχαριστώ. Θα περπατήσω.
- Που πας;
- Στην παλιά πόλη.
- Είναι πέντε χιλιόμετρα.
- Πόσα λεφτά θες να με πας;
- Δέκα ευρώ.
- Πολλά λεφτά. Θα στα δώσω σε λέι.
- Εντάξει.
Μπήκα στο ταξί καθώς το ρολόι μου χτυπούσε δέκα. (Η Σερβία είναι μία ώρα πίσω).
Πιάσαμε την κουβέντα. Με είχε περάσει γιά ρουμάνο. Όταν κατάλαβε ότι είμαι έλληνας μου έκανε την ακόλουθη πρόταση:
- Αφού θα πάρεις δηνάρια, πλήρωσέ με κανονικά.
- Εντάξει. Όμως θα περιμένεις.

Φτάσαμε στην τράπεζα. Πήγα στο μηχάνημα και έβαλα την κάρτα στην υποδοχή. Δεν έγινε δεκτή. Απευθύνθηκα στον υπεύθυνο της τράπεζας, έναν νεαρό ψηλό σέρβο, ο οποίος μου είπε στα αγγλικά:
- Ζητούμε συγνώμη κύριε, μα αυτή η κάρτα δεν περνάει στη Σερβία.
- Γιατί; τον ρώτησα.
Έσκασε ένα πικρό χαμόγελο. Μέσα από τα μάτια του πέρασαν τα βουνά της Σερβίας, με τις στάνες τους και τους βοσκούς τους, οι ψηλές, σιδερένιες γέφυρες που πάνω τους αργοκυλούσαν τα τρένα, τα καταπράσινα λιβάδια και ο σκοτεινός Δούναβης και τέλος, τα ίδια, τα μεγαλόπρεπα κτίρια του Βελιγραδίου, με τις μπαρόκ διακοσμήσεις τους.
- Δεν ξέρω, μου απάντησε.

Ο ταξιτζής περίμενε έξω από την τράπεζα. Του εξήγησα την κατάσταση. Ανησύχησε πολύ.
- Τι θα κάνεις τώρα; μέ ρώτησε.
- Δεν ξέρω. Πάρε τρακόσιες χιλιάδες λέι.
- Δεν τα παίρνω. Δεν έχεις λεφτά.
- Έτσι και αλλιώς δεν μπορώ να τα αλλάξω. Μου είναι άχρηστα. Εσύ μπορείς. Πάρτα.

Ήθελα να μείνω μία μέρα στο Βελιγράδι, αλλά είχα μόνο είκοσι ευρώ. Πήγα στο ελληνικό προξενείο, γιά να μάθω τι κάνουν οι άνθρωποι σε αυτές τις περιπτώσεις.
Ήταν Παρασκευή μεσημέρι. Την Δευτέρα ήταν κάποια αργία –νομίζω του αγίου πνεύματος. Μπροστά στο προξενείο ήταν συγκεντρωμένος πολύς κόσμος, που κάτι περίμενε. Μπήκα μέσα και συνάντησα έναν παχύ τύπο, που φορούσε άσπρο κοντομάνικο πουκάμισο, μαύρο παντελόνι, μαύρα παπούτσια, μαύρη γραβάτα και είχε και ένα μαύρο μουστάκι.
- Καλημέρα του είπα στα ελληνικά. Έχω αυτό το πρόβλημα. Τι θα μπορούσα να κάνω;
- Ξέρω ΄γω; Συνέχισε το ταξίδι σου. Πάρε το τρένο.

Έφυγα από το προξενείο –που είναι στην οδό Ρήγα Φερραίου- και μετέτρεψα το εικοσάευρω σε χίλια εξακόσια σέρβικα δηνάρια. Το τρένο μου θα έφευγε στις 18.05 γιά Θεσσαλονίκη. Η ώρα ήταν δώδεκα. Περπάτησα την πόλη. Τις κοίτες των ποταμών, τα παζάρια, την παλιά πόλη, το εμπορικό κέντρο, τις γέφυρες πάνω απ’τα ποτάμια και κατέληξα σε μία πλωτή μπυραρία, κοντά στον σταθμό.
- Θέλω μιά μπύρα, άλλα έχω αυτό, είπα στην υπάλληλο και της έδειξα ένα χαρτονόμισμα των χιλίων δηναρίων.
- Καθήστε. Με αυτό παίρνετε πολλές μπύρες.
Μου έφερε την μπύρα και αρνήθηκε να πληρωθεί.
Κερασμένη απ’το μαγαζί. Σήκωσα το ποτήρι και έγνεψα στην υγειά του μαγαζάτορα που κάθοταν πίσω απ’το μπαρ. Μου ανταπέδωσε το γνέψιμο. Δίπλα μου, δύο εργάτες του παρακείμενου ρυμουλκού, έκαναν διάλειμα γιά καφέ.

Πήρα το τρένο γιά Θεσσαλονίκη. Τίγκα. Ο ελεγκτής μετά βίας χωρούσε να περάσει απ’τον διάδρομο.
- Τι είναι αυτό; ρώτησε, επιθεωρώντας το κάπως ακατάστατο εισητήριό μου. Έχεις ήδη κάνει τις διαδρομές σου, είπε, σε τέλεια σέρβικα.
- Πώς; απάντησα, σε τέλεια ελληνικά.
Ο ελεγκτής δεν μιλούσε αγγλικά, πράγμα που φαινόταν να συμβαίνει και με όλους τους παριστάμενους. Προσπάθησα να του εξηγήσω με νοήματα, μιλώντας του πάντα στα αγγλικά.
- Από που είσαι; ρώτησε.
- Απ’την Ελλάδα.
- Και γιατί μου μιλάς αμερικάνικα;
- Δεν σου μιλάω αμερικάνικα, σου μιλάω ελληνικά, του είπα στα ελληνικά.
- Ο.Κ, είπε και υπέγραψε το εισητήριο.
Όλο το βαγόνι ξέσπασε σε δυνατά γέλια. Μαζί και εγώ.

Όσο περνούσε η ώρα, το τρένο άδειαζε.
Όταν πιά βράδιασε, αρχίσαμε να βλέπουμε τις πυγολαμπίδες. Χιλιάδες μικρά φωτάκια που αναβόσβυναν μέσα στο σκοτάδι. Μέτρησα την περίοδο αναλαμπής. Ένα δευτερόλεπτο φως, ένα σκοτάδι.Τα έντομα κάνανε διακεκομένες φωτεινές διαδρομές στο σκοτάδι.
Όταν πιά περάσαμε την Νις –την γενέτειρα του Κωνσταντίνου του 1ου , (του «Μεγάλου» δηλαδή) που παλιά άνηκε στην Ιλλυρία, (αλλά άντε εσύ πες ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν αλβανός)- το τρένο άδειασε ακόμη πιό πολύ. Λίγοι πήγαιναν στο Κόσσοβο και ακόμα πιό λίγοι στα Σκόπια (που τα λένε και Μακεδονία).
Πιό αργά, έμεινα μόνος μου στο κουπέ. Βγήκα στον διάδρομο, να καπνίσω. Ένας ξανθός τύπος, μετρίου αναστήματος, με στρατιωτική κορμοστασιά και ψυχρά, γαλάζια μάτια, κάπνιζε δίπλα μου. Φορούσε στολή των σέρβων σιδηροδρομικών. Μου πρόσφερε τσιγάρο.
- Που πας; με ρώτησε –μάλλον- στα σέρβικα.
Φτου και απ’την αρχή.
- Ατένα, του απάντησα.
- Εγώ Βέλες.
- Τίτοβέλες, διόρθωσα.
- Ντα, Τίτοβέλες, είπε και μιά σκληρή γκρίζα λάμψη πέρασε απ’τα μάτια του.
- Μπίζνες, τρεν;
- Ντα.
Μου εξήγησε ότι ταξίδευε με την γυναίκα του και τις δύο κόρες του που πήγαιναν στο Βέλες –πόλη του Κοσσόβου πιά- στους γονείς της και εκείνος θα επέστρεφε στο Βελιγράδι. Βρήκαμε και μεταφραστή, μία γυναίκα που μιλούσε πολύ λίγο αγγλικά.
- Είσαι ορθόδοξος;
- Στην Ελλάδα όλοι είναι ορθόδοξοι, απάντησα διπλωματικά.
- Κάνε τον σταυρό σου.
- Μάλιστα.
Έκανα κουτσά-στραβά τον σταυρό μου και μετά ζήτησε να δει το διαβατήριό μου. Έλεγχος κανονικός δηλαδή.
- Όμως, εσείς, οι Έλληνες, είσαστε ΝΑΤΟ. Αφήσατε τα αμερικανικά αεροπλάνα να περάσουν, γιά να μας χτυπήσουν.
Ήξερα ότι είχε δίκιο.
Τον παρατηρούσα να μιλάει φανατισμένος στη γλώσσα του με την –εμφανώς διαλακτικότερη- γυναίκα και σιγά-σιγά αντιλαμβανόμουν ότι είναι πολύ μεγάλη η πιθανότητα, αυτός ο ένστολος τριανταεξάρης σιδηροδρομικός, να είναι στην πραγματικότητα ένας μαυροσκούφης στρατιωτικός, ίσως ένα πρώην μέλος των Τίγρεων της Σερβίας.
Μιλήσαμε κυρίως γιά πολιτική. Ο τύπος ήταν φανατικός εθνικιστής, φανατικός χριστιανός και φανατικός οικογενειάρχης. Ήταν γενικά, φανατικός.

Γύρισα στο κουπέ μου και κοιμήθηκα. Ξύπνησα στα Σκόπια. Ένας ψηλός, παχουλός νεαρός μπήκε, με την βαλίτσα του. Είχε ξυρισμένο κεφάλι και φόραγε γυαλιά.
- Μιλάς σέρβικα; τον ρώτησε ο σιδηροδρομικός.
- Όχι, δεν είμαι μακεδόνας, απάντησε αυτός στα αγγλικά.
Ο σιδηροδρομικός κατέβηκε στην επόμενη στάση –στο Βέλες- και εγώ έπιασα κουβέντα με τον καινούριο συνεπιβάτη μου. Είχε γενηθεί στην Σουηδία από γονείς ρουμάνους και ήταν αστυνομικός της δύναμης του ΟΗΕ στο Κόσοβο, εθελοντής γιά δύο χρόνια.

Είχε ξημερώσει. Μετά από λίγη ώρα περάσαμε τα σύνορα και μπήκαμε στην Ελλάδα.
Σταματήσαμε γιά έλεγχο διαβατηρίων. Ένας αστυνομικός μάζεψε τα διαβατήρια.
- Ελάτε σε μισή ώρα να τα πάρετε, είπε.

Μαζί με τον κυανόκρανο, κατευθύνθηκα στο καφενείο του σταθμού. Τα μόνα λεφτά που είχα ήταν σέρβικα δηνάρια και έτσι άρχισα να «κολάω» στον κυανόκρανο, μήπως φιλοτιμηθεί –ακούγοντας την ιστορία- να με κεράσει έναν καφέ. Τζίφος. Ζήτησε –γιά τον εαυτό του- ένα φραπέ και μία τυρόπιτα. Πλησίασα τον αγουροξυπνημένο καφετζή –ο οποίος παρακολουθούσε την συζήτηση- και του πρότεινα να πληρώσω τον καφέ μου σε δηνάρια.
- Πως τον πίνεις; με ρώτησε νυσταγμένα μέσα απ’τα δόντια του, καπνίζοντας ταυτόχρονα ένα τσιγάρο.
Έβγαλα δηνάρια να τον πληρώσω.
- Φύγε, μου είπε και στράφηκε στον κυανόκρανο.
- Εννέα ευρώ.
Εκείνος, έβγαλε το πορτοφόλι του και πλήρωσε.

Το τρένο έφτασε στην Θεσσαλονίκη στις 09.10 το πρωί του Σαββάτου. Ταξίδευα ήδη δυόμιση μέρες με το τρένο. Έβγαλα λεφτά με την κάρτα –που περνούσε πιά- και μπήκα σε ένα ξενοδοχείο, κοντά στον σταθμό. Το τρένο γιά Αθήνα –δεν είχα πιά λόγο να πάω στη Λάρισα, αφού ο Γιάννης είχε κατέβει την προηγούμενη μέρα στην Αθήνα- θα έφευγε στις 12.25. Πλησίασα την υπάληλο στη ρεσεψιόν και την ρώτησα αν θα μπορούσα να κάνω ένα μπάνιο σε κάποιο απ’τα άδεια δωμάτια, δίνοντας πέντε-δέκα ευρώ.
- Μπορώ να σας νοικιάσω ένα δωμάτιο γιά τριανταπέντε ευρώ, απάντησε.

Το τρένο ήταν ασφυκτικά γεμάτο, όμως παρατήρησα ότι οι υπόλοιποι επιβάτες κρατούσαν μιά απόσταση τουλάχιστον μισού μέτρου από εμένα.
Πήγα στο μπαρ να πάρω μία μπύρα και όταν ο καντινιέρης μου ζήτησε δυόμιση ευρώ, βεβαιώθηκα πως είμαι στην Ελλάδα. Εκεί, γνώρισα την Ντιάνα. Αλλά αυτή είναι μιά άλλη ιστορία.



Επιστροφη στην κεντρικη σελιδα